Δέστε το παρακάτω κείμενο του Ν. Μόσχοβου για σχέση Λογοτεχνίας - Κινηματογράφου
Λογοτεχνία και Κινηματογράφος
” Όταν τα φώτα κλείνουν
βυθίζομαι
παρασύρομαι
οι εικόνες χορεύουν μπροστά μου
και ψυθιρίζω τα λόγια
σα να ήταν
μόλις χθές
μόλις σήμερα
γελώ και δακρύζω
ώρες ατελείωτες
όταν τα φώτα κλείνουν”.
βυθίζομαι
παρασύρομαι
οι εικόνες χορεύουν μπροστά μου
και ψυθιρίζω τα λόγια
σα να ήταν
μόλις χθές
μόλις σήμερα
γελώ και δακρύζω
ώρες ατελείωτες
όταν τα φώτα κλείνουν”.
Η σχέση κινηματογράφου και λογοτεχνίας είναι θέμα τόσο χιλιογραμμένο και τόσο χιλιοειπωμένο. Τι άλλο προσθέσει κανείς;Από που, όμως, να αρχίσεις να ξετυλίγεις το ”κουβάρι” της ιστορίας και που να τελειώσεις;
Οι αδελφοί Λυμιέρ έδωσαν στην ανθρωπότητα ένα μεγάλο δώρο. Να μετουσιωθούν σε εικόνες, οι ιστορίες που μέχρι τότε ήταν γραμμένες σε χιλιάδες τόνους στον πάπυρο και στο χαρτί.
Έτσι βλέπουμε τον Γκρίφφιθ να μας δίνει παραστατικά τη ”Γέννηση ενός έθνους”. Παρακολουθούμε τον Τσάρλι Τσάπλιν να σκιαγραφεί τον Σαρλώ,έναν αιώνιο αλήτη με τη καλή καρδιά. Οι γραπτές ατάκες, υπό τη συνοδεία μουσικής, αποτελούν αυτά τα πρώτα χρόνια του σινεμά αναπόσπαστο κομμάτι όχι μόνο της δραματουργίας, αλλά και κάτι περισσότερο: Ένα ξεχωριστό σημείο αναφοράς μέσα σ’ ένα κινηματογραφικό έργο.
Πολλοί δημιουργοί της 7ης Τέχνης συνέδεσαν το όνομά τους με τη λογοτεχνία ή και το αντίστροφο από παλιά μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον ποιητή – σκηνοθέτη Κοκτώ και τον σεναριογράφο- δημοσιογράφο- συγγραφέα Ντάσιελ Χάμετ,που έγραψε την υπόθεση της θρυλικής ταινίας ”Το Γεράκι της Μάλτας”.
Από την άλλη πλευρά, οι σκηνοθέτες πήραν στα ”χέρια τους” την πένα και έγραψαν το σενάριο των ταινιών τους (Στήβεν Σπήλμπεργκ, Φρανσουά Τρυφώ, Ινγκμαρ Μπέργκμαν, Στήβεν Κίνγκ, Ζακ Τατί και Τζον Κάρπεντερ).
Όλοι οι ειδικοί μελετητές του κινηματογράφου συμφωνούν ότι: ”Χωρίς το σενάριο ή το μυθιστόρημα οποιαδήποτε δημιουργία μίας ταινίας θα ήταν αδύνατη”! Κατά καιρούς, πολλά λογοτεχνικά κείμενα ”ζωντάνεψαν” στην μεγάλη οθόνη( ”Το Σπίτι των Πνευμάτων” )της Ιζαμπέλ Αλιέντε, τα διηγήματα του ΄Εντγκαρ Άλαν Πόε και η ”Αβάσταχτη Αλαφρότητα του Είναι” του Μίλαν Κούντερα και πολλά άλλα.
Τα μυθιστορήματα μεταφέρθηκαν καρέ-καρέ στο σινεμά αφού κάλυπταν κάθε θέμα,που απασχολούσε την κοινωνία.
Δηλαδή τον τρόμο (Ο Δράκουλας), την αγάπη (Ανεμοδαρμένα Ύψη),την αδικία (Τα σταφύλια της Οργής) και της φαντασίας (Ο Εξωγήινος ΕΤ).Αλλά στο σελινόϊντ παρουσιάστηκαν και αθάνατα κλασσικά έργα, όπως είναι τα αριστουργήματα των αρχαίων Ελλήνων τραγωδών,του Ουίλιαμ Σέξπιρ, του Βίκτωρος Ουγκώ και του Ιουλίου Βέρν.
Τα έργα αυτά παρουσιάστηκαν άλλοτε με περισσή ή λιγότερη επιτυχία.
Πάντοτε, όμως, μένει επίκαιρο προς συζήτηση το ίδιο θεωρητικό ερώτημα. Πότε θεωρείται επιτυχημένη ή αποτυχημένη η μεταφορά ενός λογοτεχνικού κειμένου στο σινεμά; Οι απαντήσεις ποικίλουν και το θέμα θα παραμένει ανοικτό όσο θα εξελίσσεται η σχέση μεταξύ κινηματογράφου- τεχνολογίας και κοινωνίας.
Και η ποίηση σαν ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος,πως συνδέθηκε με τον κινηματογράφο; Η απάντηση είναι πολυσύνθετη αφού μέσα στο διάβα του χρόνου η σχέση κινηματογράφου και ποίησης πήρε πολλές μορφές. Έτσι βλέπουμε έναν ηθοποιό να υποδύεται έναν συγγραφέα ή ποιητή.
Παράλληλα είδαμε την ποίηση να αποτελεί τον κεντρικό ”καμβά ” ενός σεναρίου (Ο κύκλος των Χαμένων Ποιητών).
Στη σύγχρονη κινηματογραφική παραγωγή το σενάριο αποτελεί ένα αύτονομο κομμάτι ”λογοτεχνικής ” γραφής. Οι σεναριογράφοι σήμερα στο Χόλλιγουντ , αλλά και στην Ευρώπη εξειδικεύονται ολοένα και περισσότερο στο συγκεκριμένο πεδίο δράσης.
Έτσι έχουμε τους ειδικούς, οι οποίοι γράφουν όλο το σενάριο και τους ανθρώπους που γράφουν τις ατάκες των ηθοποιών.
Κι εδώ μπαίνει το εξής πρόβλημα: Πόσο ένας άνθρωπος που γράφει τις ατάκες, μπορεί να μπεί στο ”πετσί” του δημιουργού του κεντρικού σεναρίου;Βέβαια, αρκετές φορές στη διαδικασία παραγωγής του φίλμ υπάρχει η ταύτιση των ρόλων του συγγραφέα ,του σεναριογράφου και του δημιουργού των διαλόγων.
Άλλοτε, όμως, τα τρία αυτά επίπεδα λογοτεχνικής γραφής ξεχωρίζονται και να αποτελούν το αποτέλεσμα της δουλειάς τριών διαφορετικών ανθρώπων.
Μα η σχέση λογοτεχνίας – κινηματογράφου δεν τελειώνει εδώ. Το λεγόμενο ”σάουντρακ”, δηλαδή το κεντρικό τραγούδι μίας ταινίας, αποτελεί πλέον απαραίτητο μέρος αυτής. Δίνει, μάλιστα, την ταυτότητα αλλά και το ”σήμα κατατεθέν” του κάθε φίλμ.
Συνάμα το τραγούδι αποτελεί τμήμα του διαφημιστικού- εμπορικού κομματιού της κάθε ταινίας προς ”εκμετάλλευση” περισσότερων πελατών -καταναλωτών.
Στο ”κυνήγι” αυτό του μεριδίου της αγοράς συντελούν με τις συνθέσεις τους και οι σύγχρονοι σταρ ( Μπρους Σπρινγκστήν, Μαϊκλ Τζάκσον και Μπράϊαν Άνταμς). Φυσικά η μελοποιημένη ποίηση (οι στίχοι), ”έντυσε” ποικιλόχρωμα τις ταινίες και ”σημάδεψε” μία ολόκληρη ταινία καθώς και μία ολόκληρη εποχή.
Τα πράγματα φαίνονται ”ρόδινα” στη σχέση κινηματογράφου – λογοτεχνίας.Αλλά κάθε σχέση στην κοινωνία δεν είναι απλή, είτε πρόκειται για έμψυχα όντα, είτε πρόκειται για δημιουργήματα αυτών , είτε πρόκειται για άψυχα αντικείμενα. Διέπονται από κανόνες λειτουργίας. Άλλοτε φυσικούς και άλλοτε κατασκευασμένους από την ανθρώπινη νόηση.
Έτσι,η σχέση μεταξύ κινηματογράφου και τηλεόρασης διέπεται από τον κλασσικό κανόνα της αγάπης και του μίσους.
Λόγου χάριν, πολλοί συγγραφείς αρνούνται να δώσουν το έργο τους σε σκηνοθέτες με το επιχείρημα ότι το λογοτεχνικό κείμενο παράγει από μόνο του εικόνες, τις οποίες ”πλάθει” με ανεπανάλληπτο τρόπο η ανθρώπινη φαντασία.
Αντίθετα, άλλοι δημιουργοί του γραπτού λόγου μαζί με σκηνοθέτες διατείνονται ότι η δύναμη της εικόνας στο σελινόϊντ κάνει περισσότερο γνωστή τη λογοτεχνία. Κάθε πλευρά έχει την άποψή της και καταθέτει ισχυρά επιχειρήματα στη ”μάχη” των φιλοσοφικών ιδεών.
Ολοι οι δημιουργοί, ανεξάρτητα άποψης δεν πρέπει να ξεχνούν τα λόγια του Γάλλου Διανοητή Αντρέ Μαλρό: ”Οτι και να δημιουργεί στη τέχνη ο κάθε καλλιτέχνης από οποιαδήποτε σκοπιά-φιλοσοφία ή άποψη, είναι εκτεθειμένος στην κοινή θέα”. Η ουσία της κάθε μορφής τέχνης είναι να προβληματίσει τον ελεύθερο χρόνο του ανθρώπου.
Αυτό τον χρόνο που ”κατέχει” κάθε ανθρώπινο ον πέραν της εργασίας, όπως εύστοχα έγραψε ο Ιταλός δημοσιογράφος Τζιάνι Τόττι.
Ταυτόχρονα η λογοτεχνία κι ο κινηματογράφος μπορούν να κάνουν θαύματα ώστε στο μέλλον να μας δώσουν μία νέα διάσταση του παραπάνω προβλήματος.Ενα πρόβλημα που δεν θα λυθεί μονομιάς αφού η σχέση λογοτεχνίας και σινεμά πρέπει να μελετηθεί ουσιαστικότερα. Μία μελέτη που να βασίζεται στην σημερινή πρώτα απ’ όλα Ελληνική πραγματικότητα.
Για ένα μέλλον, που πρέπει να περιλαμβάνει:
1.Τη δημιουργία κινηματογραφικών λεσχών σε όλη τη χώρα και την ίδρυση ”φυτωρίων” νέων σεναριογράφων.
2.Τη διεύρυνση θεωρητική και πρακτική της μεταφοράς της λογοτεχνίας (κι ιδιαίτερα της ποίησης) στον Ελληνικό χώρο.
3.Τη διαμόρφωση μηχανισμού ιδιωτικής παραγωγής μεταφοράς των λογοτεχνικών έργων νεο-Ελλήνων δημιουργών στη μεγάλη οθόνη.
1.Τη δημιουργία κινηματογραφικών λεσχών σε όλη τη χώρα και την ίδρυση ”φυτωρίων” νέων σεναριογράφων.
2.Τη διεύρυνση θεωρητική και πρακτική της μεταφοράς της λογοτεχνίας (κι ιδιαίτερα της ποίησης) στον Ελληνικό χώρο.
3.Τη διαμόρφωση μηχανισμού ιδιωτικής παραγωγής μεταφοράς των λογοτεχνικών έργων νεο-Ελλήνων δημιουργών στη μεγάλη οθόνη.
Η λογοτεχνία κι ο κινηματογράφος μπορούν να ”αλλάξουν” στο βαθμό, που τους αναλογεί τον κόσμο, ώστε να γίνει πιο ανθρώπινος, πιο συνεργάσιμος, ίσως και πιο ονειρικός. Ισως αυτά, να ακούγονται λιγάκι ουτοπικά. Οι άνθρωποι, όμως, κάποτε θα πρέπει να απαντήσουν, ”παραφράζοντας” την ατάκα του Κλάρκ Γκέϊμπλ στη Βίβιαν Λή στο φίλμ ”Οσα παίρνει ο Άνεμος”: ”Δεν δίνουμε δεκάρα, αγαπητοί μου”.
Και να μιλήσουν για τη ζωή, που είναι μία όμορφη περιπέτεια. Να την αγγίξουν, να την ζήσουν ως το μεδούλι κι όταν θα βρεθούν μέσα σε μία κινηματογραφική αίθουσα να θυμηθούν πάλι ότι: “Ο λόγος κι η εικόνα θα είναι πάντοτε μαζί τους. Φυλαγμένα μέσα στο σεντούκι της καρδιάς τους”.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε στις 26-12-2001 από τον Νίκο Μόσχοβο, ο οποίος το παρουσίασε σε εκδήλωση της Λέσχης Κινηματογράφου του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης. Δημοσιεύτηκε στον “Τυπολόγο” στις 7 Απριλίου 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου