Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Γράφει ο Διονύσης Σαββόπουλος για τον Γιώργο Ιωάννου


Ο ΙΩΑΝΝΟΥ είναι ο αγαπημένος μου πεζογράφος. Υπέροχος! Τον έχω κυριολεκτικά κάτω απ' το μαξιλάρι μου. Αυτόν και τον Παπαδιαμάντη. Σκέπτομαι τώρα ότι και οι δύο αντιμετωπίσθηκαν ενίοτε συγκαταβατικά, ως ηθογράφοι. Μα όταν ζωγραφίζεις τόσο μεθυστικά το περιβάλλον και την εποχή σου, εστιάζοντας την ίδια στιγμή στη λαχτάρα και στη μοναξιά των προσώπων, τότε αυτό δεν είναι ηθογραφία αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό, που δεν αντιλαμβάνονται δυστυχώς μερικοί «φωταδιστές», όπως θα έλεγε και ο Ζουράρις.

Τον θαύμαζα. Του το έλεγα απερίφραστα και το χαιρόμουν που μπορούσα να του το λέω. Και τον Ν. Α. Ασλάνογλου, σε έναν άλλο τομέα, θαύμαζα και τον Κυριάκο Κρόκο και τον Στρατή Τσίρκα, αλλά δεν μπόρεσα να τους το πω όσο ζούσαν. Στη συναναστροφή μας νιώθαμε σαν μετέωρα, σαν νησιά, ενώ ο Ιωάννου ήταν τόσο βολικός μεσ' στην κοινωνικότητά του που του το 'λεγες κατευθείαν: «Τρέχω και παίρνω τα βιβλία σου μόλις βγουν, είσαι θαυμάσιος Γιώργο, είσαι οι δεσμοί μας, η μνήμη μας, oι ιστορίες σου μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια».

Xαμογελούσε ως χαμηλοβλεπούσα κι έριχνε την σπόντα του: «Μερικοί δεν συμφωνούν. Είδες τι μου γράφει ο Μαρωνίτης στο Βήμα;». Τον Ιωάννου μπορεί να τον λάτρευα, γιατί είχε το δώρο των σπλάχνων, δεν ήθελα όμως να ρίξω λάδι στη φωτιά. Ξεχνούσα πόσο έξαλλος γινόμουν εγώ όταν εισέπραττα δηλητηριώδεις κριτικές και χτυπήματα κάτω από τη μέση και καμωνόμουν τώρα τον Αγγλοσάξονα: «Δεν είναι ανάγκη να μεγαλοποιείς το θέμα», του λεγα, «συμβαίνουν αυτά, ο χρόνος θα δείξει». Τίποτε. Παρέμενε απαρηγόρητος και υπέροχος. Δεν δεχόταν τίποτε λιγότερο από την αγάπη και τον θαυμασμό γιατί και ο ίδιος δεν έδινε τίποτε λιγότερο.

Θυμάμαι εκείνο το αριστούργημα «Ο Xριστός αρχηγός μας» στην «Πρωτεύουσα των προσφύγων». Είχε γράψει κι ο Γιανναράς για τα κατηχητικά ένα καταγγελτικό κείμενο και για το ίδιο θέμα γράφει και ο Ιωάννου, αλλά με πόση αγάπη μέσα στον αυτοσαρκασμό, με πόση καλοσύνη και σοφία μέσα στην καταγγελία του.

Στη μαύρη λίστα

Με είχε περιλάβει και μένα στους «θυσάνους του». Με αφορμή το «Mακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» μου τράβηξε το αφτί: «Και οι αστυνόμοι, Διονύση, παιδιά του λαού είναι» μου 'γραφε. Δεν διαφωνούσα καθόλου. Τον είδα στην «Ωρα» του Μπαχαριάν και τον ρώτησα «Μα το άκουσες το τραγούδι;». «Εν μέρει» μου απήντησε και ύστερα κάπως συνεσταλμένα: «Στείλε αν θέλεις μια επιστολή». Δεν του έστειλα. Xαρίζομαι κι εγώ όταν ο άλλος γράφει από έγνοια, τόσο για σένα όσο και γι' αυτό που θεωρεί σωστό. Hρθε όμως στον «Σκορπιό» και ύστερα στο καμαρίνι με επαίνεσε κάπως: «Τι ωραίος στίχος εκεί που λέει Νίκο, είν' η αρρώστια που μας σώζει». Ευτυχώς, σκέφτηκα, από τους τριακόσιους στίχους, του άρεσε τουλάχιστον ο ένας.

Τότε που 'χα αναλάβει τη Lyra, ερχόταν τακτικά στα γραφεία της Βαλαωρίτου. Μια φορά μου φέρνει μια black list με ονόματα καλλιτεχνών και συγγραφέων που την ψάρεψε στα γραφεία μιας κομματικής νεολαίας, δεν θέλω τώρα να πω ποιας. Επρόκειτο για ονόματα που, σύμφωνα με την άνωθεν κομματική οδηγία, οι νεολαίοι θα έπρεπε να αποφεύγουν για να μην παρασυρθούν. Hταν μέσα και το όνομά μου και το δικό του, αλλά και του Σεφέρη, και του Xατζιδάκι, και πολλών άλλων. Εμεινα εμβρόντητος. «Δηλαδή τώρα εμείς τι είμαστε;» μου είπε, «πράκτορες του εχθρού;». Είχε καταστενοχωρηθεί πάλι, σκεπτόταν να κάναμε ίσως και μήνυση. «Aσε ρε Γιώργο» του είπα, «θα μπλέξουμε σε μια ιστορία χωρίς τελειωμό, άσε, θα περάσει κι αυτό».

Θυμάμαι που μας έκανε επίσκεψη σπίτι. Πήγα και τον πήρα ο ίδιος με ταξί, από 'κει που έμενε, στης Αρλέτας, διότι ανησύχησα μήπως χαθεί. Eτσι τον έφερα. Μπήκαμε περιχαρείς και οι δύο, αγκαζέ, από την πόρτα του κήπου. Η Aσπα είχε στρώσει το τραπέζι έξω, ήταν καλοκαιράκι ακόμα, Σεπτέμβρης. Αργά το βράδυ τα παιδιά πήγαν για ύπνο. Το ίδιο και η Aσπα, οπότε αρχίσαμε τις αλληλοεξομολογήσεις. Και δώστου αναμνήσεις και δώστου πρόσωπα και πράγματα και δώστου χαμένοι έρωτες, κόντευε να ξημερώσει. Κάποια στιγμή μού ζήτησε πού είναι η τουαλέτα. Πήγε, αλλά έκανε ώρα να βγει και τότε μου μίλησε για πρώτη φορά για το πρόβλημα της υγείας του. Eδειχνε να το 'χει ρίξει τελείως στο σορολόπ, μου περιέγραφε γελώντας την ιλαροτραγωδία των εξετάσεων, την κατάσταση στα νοσοκομεία κ.λπ κ.λπ. Εμιμείτο τα συνοφρυωμένα πρόσωπα των γιατρών, που μετρούσαν περισπούδαστοι, λέει, την καμπύλη της ούρησης. Ολόκληρη παράσταση μου 'δωσε αλλά φυσικά εγώ ανησύχησα. «Καλά», του λέω, «εσύ δεν ανησυχείς;». «Oχι » μου λέει «Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν τους πιστεύω».

Σημαία όλων

Μετά την εγχείρηση που πήγαμε με τον Μανιώτη και τον Κακίση να τον δούμε, μια χαρά φαινόταν. Μετά ο Μανιώτης είδε από το παράθυρο του νοσοκομείου, στην πίσω αυλή, στους σκουπιδοτενεκέδες, έναν μεγάλο σκύλο να τρώει ένα γατί και το θεώρησε κακό οιωνό. Τον ειρωνεύτηκα. Πού να 'ξερα. Μετά παρουσιάστηκαν όλες οι επιπλοκές. Ξημεροβραδιαζόμασταν στο Σισμανόγλειο μερικές δεκάδες άνθρωποι και κόβαμε βόλτες αμίλητοι στο κλιμακοστάσιο έξω από την εντατική. Αυτός ο φίλος που τώρα βρισκόταν σε κώμα εκεί μέσα, είχε γίνει αίφνης, το νιώθαμε, η σημαία όλων ημών που ενώ ποτέ δεν θελήσαμε να διαφοροποιηθούμε από τις παραδόσεις μας και τα σπίτια μας, ό,τι και αν σημαίνουν αυτά, το κάναμε, ακολουθώντας την εσωτερική μας φωνή, για να τα σώσουμε, γιατί αλλιώς χάνονταν κι έπρεπε λοιπόν να εγκαταλείψουμε την πετρωμένη επιφάνειά τους για να βρούμε την αληθινή συνέχειά τους μέσα στη ζωή.
Ανεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη με τον νεκρό. Είχε ψοφόκρυο. Οι άνδρες της φιλαρμονικής, στο προαύλιο της Αγιασοφιάς, χουχούλιαζαν τα χέρια τους για να μπορέσουν να παίξουν. Τα βουνά ήταν χιονισμένα. Οι δρόμοι, το νεκροταφείο, ακόμη και η θάλασσα και τα καΐκια. Νόμιζα ότι ζούσα μια παραίσθηση: Oτι θα έμενε για πάντα εκεί, ολομόναχος και καθόλου παραπονούμενος, σαν τον πρωτοδιορισμένο δάσκαλο σε ορεινό χωριό που 'χει φουλάρει τη σόμπα του κι έχει κορώσει την κάμαρά του και γράφει, γράφει, πραγματοποιώντας τον εαυτό του, τρισευτυχισμένος και περιβεβλημένος από τα φεγγοβολούντα χιόνια που απλώνονται έξω από τα μαγικά παράθυρά του, ενώ οι μικροί μαθητές ακούν το κουδούνι του σχολείου και ξεκινούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: