Ἔχων τις γυναῖκα πρὸς πάντα λίαν τὸ ἦθος ἀργαλέαν ἐβουλήθη γνῶναι εἰ καὶ πρὸς τοὺς πατρῴους οἰκέτας ὁμοίως διάκειται˙ ὅθεν μετὰ προφάσεως εὐλόγου πρὸς τὸν πατέρα αὐτὴν ἔπεμψε. Μετὰ δὲ ὀλίγας ἡμέρας ἐπανελθούσης αὐτῆς ἐπυνθάνετο πῶς αὐτὴν οἱ οἰκεῖοι προσεδέξαντο. Τῆς δὲ εἰπούσης «οἱ βουκόλοι καὶ οἱ ποιμένες με ὑπεβλέποντο», ἔφη πρὸς αὐτὴν «ἀλλ’, ὦ γύναι, εἰ τούτους ἀπήχθου οἳ ὄρθρου μὲν τὰς ποίμνας ἐξελαύνοντο, ὀψὲ δὲ εἰσίασι, τί χρὴ προσδοκᾶν περὶ τούτων οἷς πᾶσαν τὴν ἡμέραν συνδιέτριβες;»
Οὕτω πολλάκις ἐκ τῶν μικρῶν τὰ μεγάλα καὶ ἐκ τῶν προδήλων τὰ ἄδηλα γνωρίζεται.
α. ο μύθος της Πανδώρας από τον Ησίοδο, σύμφωνα με τον οποίο ο Δίας, οργισμένος με τον Προμηθέα που κλέβει τη φωτιά, προστάζει τον Ήφαιστο να πλάσει μια γυναίκα-συμφορά για τους ανθρώπους[1]˙
β. ο Ίαμβος κατά Γυναικών του Σημωνίδη του Αμοργίνου, με δέκα αλλόκοτες γυναικογονίες, που ανάγουν τη δημιουργία του είδους σε ζώα και σε στοιχεία της φύσης[2].
τὴν δ᾽ ἐξ ἀλιτρῆς θεὸς ἔθηκ᾽ ἀλώπεκος
γυναῖκα πάντων ἴδριν· οὐδέ μιν κακῶν
λέληθεν οὐδὲν οὐδὲ τῶν ἀμεινόνων·
τὸ μὲν γὰρ αὐτῶν εἶπε πολλάκις κακόν,
τὸ δ᾽ ἐσθλόν· ὀργὴν δ᾽ ἄλλοτ᾽ ἀλλοίην ἔχει.
(απ. 7.7-11)
Την άλλη έπλασε ο Θεός απ’ την παμπόνηρη
αλεπού,
όλα τα ξέρει η γυναίκα αυτή: τι είναι κακό,
τι είναι καλύτερο; - τίποτε, μα τίποτε δεν της
ξεφεύγει.
κακό είπε το καλό πολλές φορές, και το κακό
τό ’πε καλό˙ οι διαθέσεις της αλλάζουν
συνεχώς.
τὴν δὲ πλάσαντες γηΐνην Ὀλύμπιοι
ἔδωκαν ἀνδρὶ πηρόν· οὔτε γὰρ κακὸν
οὔτ᾽ ἐσθλὸν οὐδὲν οἶδε τοιαύτη γυνή·
ἔργων δὲ μοῦνον ἐσθίειν ἐπίσταται.
κὤταν κακὸν χειμῶνα ποιήσηι θεός,
ῥιγῶσα δίφρον ἄσσον ἕλκεται πυρός.
(απ. 7.21-26)
Την άλλη πάλι του Ολύμπου οι θεοί πλάθοντας
απ’ τη γη
την έδωσαν στον άντρα να τον βλάπτει. Τι το
κακό;
Τι είναι καλό; - Όλα αυτή η γυναίκα τ’ αγνοεί.
Μόνη δουλειά που ξέρει είναι να τρώει.
Και όταν βαρυχειμωνιά στείλει ο θεός, νιώθει το
ρίγος
και το σκαμνί που κάθεται τραβά προς τη
φωτιά.
τὴν δ᾽ ἵππος ἁβρὴ χαιτέεσσ᾽ ἐγείνατο,
ἣ δούλι᾽ ἔργα καὶ δύην περιτρέπει,
κοὔτ᾽ ἂν μύλης ψαύσειεν, οὔτε κόσκινον
ἄρειεν, οὔτε κόπρον ἐξ οἴκου βάλοι,
οὔτε πρὸς ἰπνὸν ἀσβόλην ἀλεομένη
ἵζοιτ᾽. ἀνάγκηι δ᾽ ἄνδρα ποιεῖται φίλον·
λοῦται δὲ πάσης ἡμέρης ἄπο ῥύπον
δίς, ἄλλοτε τρίς, καὶ μύροις ἀλείφεται,
αἰεὶ δὲ χαίτην ἐκτενισμένην φορεῖ
βαθεῖαν, ἀνθέμοισιν ἐσκιασμένην.
καλὸν μὲν ὦν θέημα τοιαύτη γυνὴ
ἄλλοισι, τῶι δ᾽ ἔχοντι γίνεται κακόν,
ἢν μή τις ἢ τύραννος ἢ σκηπτοῦχος ἦι,
ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται.
(απ. 7. 57-70)
Την άλλη γέννησε φοράδα παχουλή με χαίτη
μακριά,
βαριές δουλειές και συγυρίσματα τα αποφεύγει.
Χειρόμυλο; Ούτε που θ’ άγγιζε. Κόσκινο;
Ούτε που θα σήκωνε ποτέ.
Από το σπίτι έξω δεν θα πετούσε τη βρωμιά.
Στο μαγειρείο; Ποτέ δεν θα καθόταν γιατί
αποφεύγει
την καπνιά. Ανόρεχτα, με το στανιό τον άντρα
της κάνει εραστή.
Πλένει ολάκερο το σώμα της την κάθε μέρα
δυο,
άλλοτε τρεις φορές κι αλείφεται με μύρα,
πάντοτε τη χαίτη την έχει καλοχτενισμένη
μακριά, κι είναι στεφανωμένη με λουλούδια.
Ωραίο είναι θέαμα γυναίκα σαν αυτή
στους άλλους, σ’ όποιον την έχει είναι συμφορά,
εκτός αν είναι τύραννος ή μεγιστάνας,
που ενδομύχως για αποκτήματα τέτοια
καμαρώνει.
τὴν μὲν γελᾶι τε καὶ γέγηθεν ἡμέρην·
ἐπαινέσει μιν ξεῖνος ἐν δόμοις ἰδών·
"οὐκ ἔστιν ἄλλη τῆσδε λωΐων γυνὴ
ἐν πᾶσιν ἀνθρώποισιν οὐδὲ καλλίων"·
τὴν δ᾽ οὐκ ἀνεκτὸς οὐδ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν
οὔτ᾽ ἄσσον ἐλθεῖν, ἀλλὰ μαίνεται τότε
ἄπλητον ὥσπερ ἀμφὶ τέκνοισιν κύων,
ἀμείλιχος δὲ πᾶσι κἀποθυμίη
ἐχθροῖσιν ἶσα καὶ φίλοισι γίνεται·
ὥσπερ θάλασσα πολλάκις μὲν ἀτρεμὴς
ἕστηκ᾽, ἀπήμων, χάρμα ναύτηισιν μέγα,
θέρεος ἐν ὥρηι, πολλάκις δὲ μαίνεται
βαρυκτύποισι κύμασιν φορεομένη.
ταύτηι μάλιστ᾽ ἔοικε τοιαύτη γυνὴ
ὀργήν· φυὴν δὲ πόντος ἀλλοίην ἔχει.
(απ. 7. 27-42)
Την άλλη πάλι απ’ τη θάλασσα, δίβουλη.
Γελά τη μιαν μέρα και λάμπει από χαρά˙
Ο επισκέπτης του σπιτιού θα την παινέσει:
«Καλύτερη γυναίκα από τούτη στον κόσμο
Στα μάτια της την άλλη μέρα δεν θέλει να τον
δει,
ούτε και να τον πλησιάσει. Μαίνεται τότε
απλησίαστη σαν σκύλα που φυλάσσει τα μικρά
της.
Αμείλικτη σε όλους, με μούτρα ξινισμένα
Συμπεριφέρεται το ίδιο σε φίλους και σ’
εχθρούς.
Όπως κι η θάλασσα˙ πολλές φορές στέκεται
ακίνητη, κακό δεν κάνει, χαρά μεγάλη για τους
ναυτικούς,
το καλοκαίρι. Πολλές φορές λυσσομανά,
βαρύκτυπα τα κύματα την παρασύρουν.
Σ’ αυτήν τη θάλασσα μοιάζουν τέτοιας
γυναίκας
τα αισθήματα. Το φυσικό του πόντου; - η
αλλαγή!
κείνηι γὰρ οἴηι μῶμος οὐ προσιζάνει,
θάλλει δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῆς κἀπαέξεται βίος,
φίλη δὲ σὺν φιλέοντι γηράσκει πόσει
τεκοῦσα καλὸν κὠνομάκλυτον γένος.
κἀριπρεπὴς μὲν ἐν γυναιξὶ γίνεται
πάσηισι, θείη δ᾽ ἀμφιδέδρομεν χάρις.
οὐδ᾽ ἐν γυναιξὶν ἥδεται καθημένη
ὅκου λέγουσιν ἀφροδισίους λόγους.
τοίας γυναῖκας ἀνδράσιν χαρίζεται
Ζεὺς τὰς ἀρίστας καὶ πολυφραδεστάτας·
(απ. 7. 83-93)
Από την μέλισσα την άλλη˙ την παίρνεις κι
ευτυχείς.
Μόνο σε κείνη το ψεγάδι κοντά της να καθήσει
δεν μπορεί.
Φουντώνει και θ’ αυξάνεται χάρη σ’ αυτήν το
βιος.
Γερνά τ’ ανδρόγυνο και μένει η αγάπη
αμοιβαία.
Έχει γεννήσει όμορφα παιδιά και έχουν όνομα
καλό.
Ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες ξεχωρίζει,
η χάρη που ολόκληρη την περιβάλλει είναι
θεϊκή,
χαρά δεν νιώθει με τη συντροφιά των γυναικών
που κάθονται και ανταλλάσσουν προστυχιές.
Ό,τι καλύτερο κι ό,τι πιο γνωστικό στους άντρες
έχει ο Δίας να δωρίσει είναι γυναίκες σαν κι
αυτές.
Η δημιουργία της Πανδώρας από την Αθηνά και τον Ήφαιστο, Ζωγράφος Tarquinia, 470-460 π.Χ. (Βρετ. Μουσείο)
Στο πλαίσιο ενός φύλλου εργασίας μπορεί παράλληλα να αξιοποιηθεί από τους μαθητές και το παρακάτω απόσπασμα από ένα μυθιστόρημα γνωστής φιλολόγου [3], με τη συναίσθηση βέβαια ότι πρόκειται για μία σύγχρονη «ανάγνωση» του αρχαιοελληνικού κόσμου:
«Αυτή την ιστορία δεν τη γνωρίζω», παρατήρησε η Μέγω.
«Ίσως ξέρεις άλλες εκδοχές της, με άλλα ονόματα. Αλλά οι ντόπιοι την αφηγούνται ως εξής. Υπήρχε, λέει, ένας Αθηναίος βασιλιάς που είχε δύο κόρες, την Πρόκνη και τη Φιλομήλα και πάντρεψε την Πρόκνη με έναν άντρα που ονομαζόταν Τηρέας, που κάποιοι λένε πως ήταν από τη Θράκη και άλλοι λένε πως ήταν Έλληνας από τη Φωκίδα. Ο Τηρέας και η Πρόκνη απέκτησαν ένα γιο, τον Ίτυ, αλλά στη συνέχεια ο Τηρέας ερωτεύτηκε την αδελφή της γυναίκας του, τη Φιλομήλα. Οι λεπτομέρειες ποικίλλουν στις διάφορες ιστορίες:άλλοι λένε πως βίασε τη Φιλομήλα, άλλοι πως την εξαπάτησε και την ξελόγιασε λέγοντάς της ψέματα πως η αδελφή της ήταν νεκρή. Μετά έκοψε τη γλώσσα της, έτσι ώστε να μην μπορεί να πει σε κανέναν τι της είχε κάνει. Αλλά η Φιλομήλα κέντησε την ιστορία της σε έναν χιτώνα και τον έστειλε στην Πρόκνη. Η Πρόκνη αναζήτησε την αδελφή της, τη βρήκε και στη συνέχεια σκότωσε το γιο της, τον Ίτυ, τον έβρασε και τον σέρβιρε στον Τηρέα για να τον φάει. Όταν ο Τηρέας κατάλαβε τι είχε κάνει η Πρόκνη, κυνήγησε τις δυο αδελφές με ένα τσεκούρι, αλλά εκείνες προσευχήθηκαν στους θεούς, και οι θεοί μεταμόρφωσαν και τους τρεις τους σε πουλιά: η Πρόκνη έγινε αηδόνα, η Φιλομήλα χελιδόνα και ο Τηρέας τσαλαπετεινός».
«Καθόλου ευχάριστη ιστορία».
«Πράγματι. Τινόημα θα είχε να φτιάχνουμε ιστορίες που θα λένε στους ανθρώπους ό,τι θέλουν ν’ ακούσουν; Πρέπει να τους διδάξουμε και την πραγματικότητα…»
«Η πραγματικότητα είναι ότι όλες οι γυναίκες είναι κακές ή μπορούν να γίνουν κακές, κι έτσι δεν πρέπει να τους δείχνεις εμπιστοσύνη», είπε απότομα η Θεανώ.
«Την έχουμε ξανακάνει αυτή τη συζήτηση, Θεανώ», είπε η Χλόη ανυπόμονα. «Και σου είπα πως οι μύθοι δεν είναι τόσο απλοί. Όταν άκουσα για πρώτη φορά αυτές τις ιστορίες, σκέφτηκα: Χαρακτηριστικές ιστορίες φτιαγμένες από τους άντρες ενάντια στις γυναίκες. Και είναι αλήθεια, αυτό είναι ένα από τα πράγματα που λένε αυτές οι ιστορίες, ότι οι γυναίκες μπορούν να γίνουν κακές. Κι όταν συμβαίνει αυτό, τότε χρησιμοποιούν τα όπλα των αδυνάτων, που είναι δόλια και βίαια, και πληγώνουν τους άντρες εκεί που είναι ευάλωτοι, σκοτώνοντας τους γιους τους. Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό το νόημά τους. Είναι επίσης και μια προειδοποίηση προς τους άντρες. Τους λένε πως, αν καταχραστούν τη δύναμή τους, θα είναι δικό τους το λάθος, αν στη συνέχεια συμβεί κάποια καταστροφή. Οι γυναίκες κάνουν λάθη και γίνονται κακές, αλλά το κάνουν επειδή οι άντρες τις κακομεταχειρίστηκαν –ακόμη και η Μήδεια. Έτσι, λοιπόν, είναι μια προειδοποίηση προς τους άντρες: μην καταχράστε την εξουσία που έχετε απέναντι στις γυναίκες, αλλιώς θα υποφέρετε κι εσείς.»
[2] Βλ. Μ. Ζ. Κοπιδάκη (επιμ.) 1996: Σημωνίδη Αμοργίνου Ίαμβος κατά γυναικών, εκδ. Ιστός, Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου