Ενότητα 2η
Ποιος ήταν ο Λυσίας;
Ήταν ρήτορας του 5ου / 4ου αι. π.Χ., που έζησε για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στην Αθήνα ως μέτοικος. Λόγω των δημοκρατικών του απόψεων καταδιώκεται μαζί με άλλα μέλη της οικογένειάς του από τους Τριάκοντα τυράννους. Εργάστηκε ως λογογράφος, συνέθετε δηλαδή λόγους που εκφωνούνταν από τους πελάτες του στο δικαστήριο.
Απόδοση περιεχομένου
Ώστε ταιριάζει να θεωρούνται αυτοί πάρα πολύ ευτυχισμένοι, όσοι, αφού κινδύνευσαν για τα πιο σημαντικά και πολύτιμα αγαθά, είχαν αυτό το τέλος, χωρίς να εμπιστευτούν τον εαυτό τους στην τύχη ούτε να περιμένουν τον φυσικό θάνατο, αλλά επιλέγοντας τον ωραιότερο τρόπο να πεθάνουν. Γιατί κιόλας η μνήμη τους πράγματι παραμένει αγέραστη και η τιμή τους αξιοζήλευτη από την ανθρωπότητα˙ αυτοί πενθούνται βέβαια εξαιτίας της θνητής τους φύσης, ενώ εξυμνούνται σαν να είναι αθάνατοι χάρη στη γενναιότητά τους. Γιατί κιόλας ενταφιάζονται πράγματι δημοσίᾳ δαπάνῃ και καθιερώνονται προς τιμήν τους αγώνες ισχύος και πνεύματος και πλούτου, με την ιδέα ότι αυτοί που έχουν σκοτωθεί στον πόλεμο αξίζουν να δέχονται τις ίδιες τιμές με τους αθανάτους. Προσωπικά βέβαια τους καλοτυχίζω λοιπόν αυτούς για τον θάνατό τους και τους ζηλεύω και νομίζω ότι μόνοι αυτοί άξιζαν να ζήσουν περισσότερο από τους ανθρώπους, οι οποίοι, αφού έτυχε να έχουν θνητό σώμα, άφησαν πίσω τους αθάνατη μνήμη χάρη στη γενναιότητά τους.
Γλωσσικά σχόλια
προσήκει: (απρ. ρ. + απαρ.) ταιριάζει να
εὐδαίμων, εὔδαιμον: ευτυχής
ἡγέομαι, -οῦμαι: θεωρώ
ὅστις - ἥτις - ὅ τι: (αναφ. αντ.) όποιος
μέγας – μείζων – μέγιστος
καλός – καλλίων – κάλλιστος
τελευτάω, -ῶ: πεθαίνω
ἀγήρατος, -ον: αγέραστος
διά + αιτ.: αιτία
δημοσίᾳ: (δοτικοφανές επίρρ.) δημοσίᾳ δαπάνῃ
ῥώμη, ἡ: δύναμη
ζηλόω, -ῶ: ζηλεύω
οἴομαι / οἶμαι: νομίζω
ἀγαθός – κρείττων – κράτιστος
εὐδαίμων, εὔδαιμον: ευτυχής
ἡγέομαι, -οῦμαι: θεωρώ
ὅστις - ἥτις - ὅ τι: (αναφ. αντ.) όποιος
μέγας – μείζων – μέγιστος
καλός – καλλίων – κάλλιστος
τελευτάω, -ῶ: πεθαίνω
ἀγήρατος, -ον: αγέραστος
διά + αιτ.: αιτία
δημοσίᾳ: (δοτικοφανές επίρρ.) δημοσίᾳ δαπάνῃ
ῥώμη, ἡ: δύναμη
ζηλόω, -ῶ: ζηλεύω
οἴομαι / οἶμαι: νομίζω
ἀγαθός – κρείττων – κράτιστος
κατέλιπον: β’ αόρ. του ρ. καταλείπω (= αφήνω)
4 σχόλια:
Σ'ΑΓΑΠΑΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ.
Με σώζεις!
ευχαριστώ πολύ!!! :)
euxaristo pl g ts metafrasis
ευχαριστω ρε μαγκα με εσωσες!!!
Δημοσίευση σχολίου