Από τον Μιχαήλ Μάρουλλο Ταρχανιώτη, ο οποίος έγραψε κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα λατινικά ποιήµατα για την υποδούλωση των Ελλήνων στους Οθωµανούς, και τον κριτικό της ύστερης αρχαιότητας Διονύσιο Λογγίνο, ο οποίος συνέθεσε µιαν αειθαλή πραγµατεία περί λογοτεχνικού ύφους, ως τον Σολωµό, τον Ροΐδη, τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη και τον Εγγονόπουλο: αυτό είναι το τοπίο των ονοµάτων και των εποχών που ξεδιπλώνεται πανοραµικά στις σελίδες της νέας συλλογής κριτικών κειµένων του Νάσου Βαγενά, η οποία φέρει τον εύγλωττο τίτλο Κινούµενος στόχος.
Τα κείµενα του Κινούµενου στόχου προϋποθέτουν τον στιβαρό εξοπλισµό της φιλολογικής επιστήµης, αλλά δεν είναι φιλολογικά. Χαράσσοντας πολλαπλές γραµµές µέσα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (από το τι σηµαίνει µοντερνισµός και παράδοση ως το ποια είναι τα κριτήρια που συγκροτούν µια γενιά ή το πώς χρησιµοποιεί µια γενιά τους προγόνους της), ο Βαγενάς θέλει να έρθει σε σύγκρουση µε ό,τι θεωρεί κοινό τόπο και αυτονόητη παραδοχή προκειµένου να καταργήσει στερεότυπα και να διαλύσει µύθους. Ο λόγος του είναι λοιπόν ευθύς εξαρχής ελεγκτικός και πολεµικός και σε αυτό το πλαίσιο, που δεν του στερεί κατά το παραµικρό την εγκυρότητα, θα πρέπει να παρακολουθήσουµε τα ερωτήµατα και τις αιτιάσεις του.
Θα ξεκινήσω από τα ερωτήµατα.
Κατά πόσο µπορούµε να θεωρούµε δεδοµένες τις ιστορικές και γλωσσικές βάσεις του λογοτεχνικού µας παρελθόντος όταν αίφνης η έρευνα φέρνει στην επιφάνεια έναν ποιητή όπως ο πολυώνυµης καταγωγής Μάρουλλος (γεννήθηκε το 1453 στην Κωνσταντινούπολη, µεγάλωσε στη Ραγούζα της Δαλµατίας και έζησε στην Ιταλία), ο οποίος γράφει ύµνους, επιγράµµατα και ελεγείες στα λατινικά, για να δοξάσει µια πρώιµη ελληνική πατρίδα; Και ακόµη, ποιον οφείλουµε να πιστέψουµε όταν ακούµε πως ο πολυσυζητηµένος στην παθιασµένη για τους αρχαίους Ευρώπη Διονύσιος Λογγίνος δεν είχε καµία τύχη στην Ελλάδα, όταν στοιχειώδης αναδίφηση των κριτικών πηγών αποδεικνύει την εις βάθος διείσδυσή του;
Επίσης, µήπως έχει έρθει ο καιρός να διαχωρίσουµε την ποίηση του Διονυσίου Σολωµού από το επτανησιακό της περιβάλλον, που συχνά δεν επικοινωνεί µε τον γλωσσικό προσανατολισµό και τις καλλιτεχνικές κατακτήσεις του πρωτοπόρου Ζακύνθιου; Επιπροσθέτως, µήπως ο Εµµανουήλ Ροΐδης εξακολουθεί να παραµένει σηµαντικός σχολιαστής των κοινωνικοπολιτικών φαινοµένων του καιρού του, αλλά ενδεχοµένως δεν υπήρξε και τόσο ισχυρός κριτικός λογοτεχνίας; Τα ερωτήµατα είναι εύλογα και εµπεριέχουν τις απαντήσεις τους, οι οποίες υπονοµεύουν, είτε συµφωνούµε µαζί τους είτε όχι (τα περί Σολωµού και Ροΐδη προσωπικά µε βρίσκουν απολύτως σύµφωνο), πλήθος βεβαιότητες.
Τα κείµενα του Κινούµενου στόχου προϋποθέτουν τον στιβαρό εξοπλισµό της φιλολογικής επιστήµης, αλλά δεν είναι φιλολογικά. Χαράσσοντας πολλαπλές γραµµές µέσα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (από το τι σηµαίνει µοντερνισµός και παράδοση ως το ποια είναι τα κριτήρια που συγκροτούν µια γενιά ή το πώς χρησιµοποιεί µια γενιά τους προγόνους της), ο Βαγενάς θέλει να έρθει σε σύγκρουση µε ό,τι θεωρεί κοινό τόπο και αυτονόητη παραδοχή προκειµένου να καταργήσει στερεότυπα και να διαλύσει µύθους. Ο λόγος του είναι λοιπόν ευθύς εξαρχής ελεγκτικός και πολεµικός και σε αυτό το πλαίσιο, που δεν του στερεί κατά το παραµικρό την εγκυρότητα, θα πρέπει να παρακολουθήσουµε τα ερωτήµατα και τις αιτιάσεις του.
Θα ξεκινήσω από τα ερωτήµατα.
Κατά πόσο µπορούµε να θεωρούµε δεδοµένες τις ιστορικές και γλωσσικές βάσεις του λογοτεχνικού µας παρελθόντος όταν αίφνης η έρευνα φέρνει στην επιφάνεια έναν ποιητή όπως ο πολυώνυµης καταγωγής Μάρουλλος (γεννήθηκε το 1453 στην Κωνσταντινούπολη, µεγάλωσε στη Ραγούζα της Δαλµατίας και έζησε στην Ιταλία), ο οποίος γράφει ύµνους, επιγράµµατα και ελεγείες στα λατινικά, για να δοξάσει µια πρώιµη ελληνική πατρίδα; Και ακόµη, ποιον οφείλουµε να πιστέψουµε όταν ακούµε πως ο πολυσυζητηµένος στην παθιασµένη για τους αρχαίους Ευρώπη Διονύσιος Λογγίνος δεν είχε καµία τύχη στην Ελλάδα, όταν στοιχειώδης αναδίφηση των κριτικών πηγών αποδεικνύει την εις βάθος διείσδυσή του;
Επίσης, µήπως έχει έρθει ο καιρός να διαχωρίσουµε την ποίηση του Διονυσίου Σολωµού από το επτανησιακό της περιβάλλον, που συχνά δεν επικοινωνεί µε τον γλωσσικό προσανατολισµό και τις καλλιτεχνικές κατακτήσεις του πρωτοπόρου Ζακύνθιου; Επιπροσθέτως, µήπως ο Εµµανουήλ Ροΐδης εξακολουθεί να παραµένει σηµαντικός σχολιαστής των κοινωνικοπολιτικών φαινοµένων του καιρού του, αλλά ενδεχοµένως δεν υπήρξε και τόσο ισχυρός κριτικός λογοτεχνίας; Τα ερωτήµατα είναι εύλογα και εµπεριέχουν τις απαντήσεις τους, οι οποίες υπονοµεύουν, είτε συµφωνούµε µαζί τους είτε όχι (τα περί Σολωµού και Ροΐδη προσωπικά µε βρίσκουν απολύτως σύµφωνο), πλήθος βεβαιότητες.
Τα ταµπού και ο Σεφέρης
Ας πάµε τώρα και στις ενστάσεις του Βαγενά, στις οποίες κυρίαρχη θέση κατέχει η συζήτηση που γίνεται εδώ και πολλά χρόνια για την επιβάρυνση του ποιητικού και κριτικού λόγου του Σεφέρη από το ιδεολόγηµα της ελληνικότητας. Αυτό είναι κάτι που θυµώνει πάρα πολύ τον Βαγενά, µια και πιστεύει ακράδαντα πως ό,τι πρωτίστως έπραξε ο Σεφέρης ήταν να προσαρµόσει τον αγγλοσαξονικό µοντερνισµό, ο οποίος στάθηκε πάντα δάσκαλος και παραστάτης του, στα ελληνικά δεδοµένα, κρατώντας από την εγχώρια παράδοση µόνο όσα στοιχεία της δεν νόµιζε αδρανή ή πεθαµένα. Πιστεύω µε τη σειρά µου ότι ο Σεφέρης ισορρόπησε στην ποιητική του συνείδηση το δίδυµο ελληνικού και ευρωπαϊσµού χωρίς να αφήσει το βλέµµα του να λοξοδροµήσει προς εθνοκεντρικές κατευθύνσεις, αλλά δεν µπορώ εκ παραλλήλου να µη σκεφτώ ότι η όποια ζωντάνια της παράδοσης αποτελεί µια ως εξ ορισµού ελαστική έννοια και ότι η τύχη που γνώρισε αυτή η έννοια υπό το σεφερικό πρίσµα δεν είναι άµοιρη ιδεολογίας (βλ. τα κείµενα του Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη).
Οι κριτικές παρεµβάσεις του Βαγενά δείχνουν µε ποιον τρόπο µπορεί στη συζήτηση για τις λογοτεχνικές αξίες να αµφισβητηθεί και να καταπέσει το οποιοδήποτε ταµπού. Και αυτό συνιστά µια από τις σπουδαιότερες κατακτήσεις της κριτικής, ακόµη κι αν υπάρχει πιθανότητα να µη µας προφυλάξει από το να πέσουµε κάποτε σε νέα ταµπού, τα οποία θα αναλάβουν εκ των πραγµάτων να καταρρίψουν κάποιοι άλλοι.
Οι κριτικές παρεµβάσεις του Βαγενά δείχνουν µε ποιον τρόπο µπορεί στη συζήτηση για τις λογοτεχνικές αξίες να αµφισβητηθεί και να καταπέσει το οποιοδήποτε ταµπού. Και αυτό συνιστά µια από τις σπουδαιότερες κατακτήσεις της κριτικής, ακόµη κι αν υπάρχει πιθανότητα να µη µας προφυλάξει από το να πέσουµε κάποτε σε νέα ταµπού, τα οποία θα αναλάβουν εκ των πραγµάτων να καταρρίψουν κάποιοι άλλοι.
Καβάφης: ελληνικός ή ελληνοκεντρικός;
Εχουμε συνηθίσει να μιλάμε για το κοσμοπολίτικο και συνάμα παρακμιακό στυλ του Καβάφη, που δίνει στο ποιητικό του σύμπαν έναν οικουμενικό χαρακτήρα, επιτρέποντάς του να κερδίσει την παγκόσμια αναγνώριση.
Στις καβαφικές προσεγγίσεις του «Κινούμενου στόχου» ο Βαγενάς διατυπώνει τη θέση ότι κάτι τέτοιο αποτελεί παρανάγνωση και ότι ο Αλεξανδρινός είναι ένας σαφώς ελληνοκεντρικός ποιητής, που αποτίει φόρο τιμής στη συνέχεια του ελληνισμού.
Πρόκειται, θα έλεγα, για καθαρή υπερβολή. Ο Καβάφης μπορεί να είναι ελληνικός, αλλά όχι και ελληνοκεντρικός. Η ελληνική του πατέντα τον βοήθησε να καθιερωθεί στη διεθνή κοινότητα με ένα εμφανώς πολιτισμικό διακριτικό, που αποδέσμευσε τον ιστορικό σχετικισμό του και ανέδειξε την ταυτότητα της υπαρξιακής του περιπέτειας. Γιατί πέρα από έθνη και φυλές, ο Καβάφης είναι πρωτίστως ο ποιητής ενός αβέβαιου και γεμάτου αμφιβολίες για τον εαυτό του καιρού, ενός καιρού για τον οποίο ο Σεφέρης βρήκε το πιο κατάλληλο όνομα: εποχή απιστίας και αιρέσεων.
Στις καβαφικές προσεγγίσεις του «Κινούμενου στόχου» ο Βαγενάς διατυπώνει τη θέση ότι κάτι τέτοιο αποτελεί παρανάγνωση και ότι ο Αλεξανδρινός είναι ένας σαφώς ελληνοκεντρικός ποιητής, που αποτίει φόρο τιμής στη συνέχεια του ελληνισμού.
Πρόκειται, θα έλεγα, για καθαρή υπερβολή. Ο Καβάφης μπορεί να είναι ελληνικός, αλλά όχι και ελληνοκεντρικός. Η ελληνική του πατέντα τον βοήθησε να καθιερωθεί στη διεθνή κοινότητα με ένα εμφανώς πολιτισμικό διακριτικό, που αποδέσμευσε τον ιστορικό σχετικισμό του και ανέδειξε την ταυτότητα της υπαρξιακής του περιπέτειας. Γιατί πέρα από έθνη και φυλές, ο Καβάφης είναι πρωτίστως ο ποιητής ενός αβέβαιου και γεμάτου αμφιβολίες για τον εαυτό του καιρού, ενός καιρού για τον οποίο ο Σεφέρης βρήκε το πιο κατάλληλο όνομα: εποχή απιστίας και αιρέσεων.
(Βήμα 11.9.2011)
1 σχόλιο:
Very good.
Δημοσίευση σχολίου