Λεξιλόγιο
ὡς: όπως
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον: άλλος
κατοικέω, -ῶ
βίος, ὁ: ζωή
ἐπιτηδεύω: ασχολούμαι με
πορίζομαι: εξασφαλίζω
ναύκληρος, ὁ: ιδιοκτήτης πλοίου
ὤν: μτχ. του ρ. εἰμί (βλ. ΝΕ παρ-ών, απ-ών)
σπουδάζω: φροντίζω
κάπηλος, ὁ: μικροπωλητής (βλ. προηγουμένως: ἔμπορος, ὁ)
ἀλφιτοποιία, ἡ: παρασκευή κριθάλευρου
οἰκέτης, ὁ: δούλος
ἔτι: ακόμη
πολλάκις: πολλές φορές
λειτουργέω, -ῶ: είμαι χορηγός
γεωργέω, -ῶ (βλ. επίσης βοῦς τρέφω → κτηνοτροφία)
χλαμυδουργία, ἡ
διατρέφομαι: εξασφαλίζω την τροφή μου
Μεγαρεύς, ὁ
πλεῖστος: υπερθ. β. του πολύς – πλείων – πλεῖστος
ἐξωμιδοποιία, ἡ
οὐκ ὀλίγοι = πολλοί → σχήμα λιτότητας
οὐκ ὀλίγοι τῶν πολιτῶν → η γενική που δίνει το σύνολο από το οποίο επιλέγουμε ένα τμήμα λέγεται γενική διαιρετική
τινά: αιτ. εν. της αόρ. αντ. τις – τις – τι (= κάποιος)
ἐξεμάνθανον → παρατ. του ρ. ἐκμανθάνω
οἷον: (εδώ) για παράδειγμα
λιθοξόος, ὁ: αυτός που λαξεύει μάρμαρα
κεραμεύς, ὁ: αγγειοπλάστης
τέκτων, ὁ: οικοδόμος
σκυτοτόμος, ὁ: βυρσοδέψης
ἐπιτήδεια, τά: τα απαραίτητα
ἐξεργάζομαι: εξασφαλίζω
[***Τα υπογραμμισμένα αντιστοιχούν στα επαγγέλματα που καταγράφονται στο ευρετήριο.]
Πρώτη απόδοση νοήματος
Οι Αθηναίοι, όπως και αυτοί που κατοικούν σε άλλες πόλεις, ασχολούνται με πολλά επαγγέλματα στη ζωή τους, για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα: ο Ναυσικύδης, όντας ναύκληρος φρόντιζε για την τροφή τη δική του και της οικογένειάς του, και το ίδιο έκανε ο Ξένων ο έμπορος και ο Ξενοκλής ο μικροπωλητής. Ο Πολύζηλος έτρεφε τον εαυτό του και τους δούλους του από την παρασκευή κριθάλευρου, κι ακόμη πολλές φορές έκανε χορηγίες στην πόλη. Ο Γλαύκων από τον Χολαργό ήταν γεωργός και εξέτρεφε βόδια, ενώ ο Δημέας εξασφάλιζε τα προς το ζην από την κατασκευή χλαμύδων, και οι περισσότεροι Μεγαρείς από την κατασκευή ενδυμάτων που άφηναν ακάλυπτους τους ώμους. Πολλοί πολίτες μάθαιναν κάποια τέχνη, όπως αυτή των τεχνιτών που λάξευαν μάρμαρο, των αγγειοπλαστών, των οικοδόμων, των βυρσοδεψών, και (έτσι) εξασφάλιζαν τα περισσότερα απαραίτητα για τη ζωή τους.
Ρήμα | Ποιος + ρήμα → Υποκείμενο στο ρήμα |
ἐπιτηδεύουσι | Ἀθηναῖοι |
(ὡς) ἐπιτηδεύουσι (ενν.) | οἱ κατοικοῦντες (ἑτέρας πόλεις) |
(ἵνα) πορίζωνται | Ἀθηναῖοι |
ἐσπούδαζε | Ναυσικύδης |
ἐποίουν | Ξένων καὶ Ξενοκλῆς |
ἔτρεφε | Πολύζηλος |
ἐλειτούργει | Πολύζηλος (ενν.) |
ἐγεώργει | Γλαύκων |
ἔτρεφε (βοῦς) | Γλαύκων (ενν.) |
διετρέφετο | Δημέας |
διετρέφοντο (ενν.) | οἱ πλεῖστοι Μεγαρέων |
ἐξεμάνθανον | οὐκ ὀλίγοι τῶν πολιτῶν |
ἐξειργάζοντο | ἐπιτήδεια |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου