Γλωσσικά σχόλια
ἔστι: (απρ. ρ.)
ἀλλότριος, -α, -ον: ξένος
ψηφίζομαι: αποφασίζω
ἅμα: ταυτόχρονα
εὖ τίθεμαι: ρυθμίζω σωστά
ἀποβλέπω: παρατηρώ, λαμβάνω υπόψη
πένης, πένητος: φτωχός
πλῆθος, τό: λαός
εἷς – μία - ἕν: ένας
ἀξιόω, -ῶ: αξιώνω, απαιτώ
τίμημα, τό: πρόστιμο
ἀφαιρέω, -ῶ
μικρός - ἐλάττων - ἐλάχιστος
ἄδοξος, -ον: ἀσημος
διονομάζομαι: γίνομαι γνωστός
κακός – χείρων – χείριστος
πένομαι: είμαι φτωχός
κτάομαι, κτῶμαι: αποκτώ
γιγνώσκω: (εδώ) αποφασίζω
ἔτι: ακόμη
δεινός, -ή, -όν: φοβερός
τυγχάνω
ἐτύγχανον
τεύξομαι
ἔτυχον (β’ αόρ.)
τέτευχα, τετύχηκα
έτετεύχειν, ἐτετυχήκειν
καταφρονέω, -ῶ: περιφρονώ
οἴσει: μέλλ. του ρ. φέρομαι
φέρω
ἔφερον
οἴσω
ἤνεγκον (β’ αόρ.), ἤνεγκα
ἐνήνοχα
ἐνηνόχειν
τολμάω, -ῶ
παραβαίνω
βαίνω
ἔβαινον
βήσομαι
ἔβην
βέβηκα
ἐβεβήκειν
σῶμα, τό: σώμα – ζωή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου