Τρίτη 27 Μαΐου 2008
Νέες τεχνολογίες και αρχαία ελληνικά
Πέμπτη 8 Μαΐου 2008
Παράλληλα κείμενα
Ἔχων τις γυναῖκα πρὸς πάντα λίαν τὸ ἦθος ἀργαλέαν ἐβουλήθη γνῶναι εἰ καὶ πρὸς τοὺς πατρῴους οἰκέτας ὁμοίως διάκειται˙ ὅθεν μετὰ προφάσεως εὐλόγου πρὸς τὸν πατέρα αὐτὴν ἔπεμψε. Μετὰ δὲ ὀλίγας ἡμέρας ἐπανελθούσης αὐτῆς ἐπυνθάνετο πῶς αὐτὴν οἱ οἰκεῖοι προσεδέξαντο. Τῆς δὲ εἰπούσης «οἱ βουκόλοι καὶ οἱ ποιμένες με ὑπεβλέποντο», ἔφη πρὸς αὐτὴν «ἀλλ’, ὦ γύναι, εἰ τούτους ἀπήχθου οἳ ὄρθρου μὲν τὰς ποίμνας ἐξελαύνοντο, ὀψὲ δὲ εἰσίασι, τί χρὴ προσδοκᾶν περὶ τούτων οἷς πᾶσαν τὴν ἡμέραν συνδιέτριβες;»
Οὕτω πολλάκις ἐκ τῶν μικρῶν τὰ μεγάλα καὶ ἐκ τῶν προδήλων τὰ ἄδηλα γνωρίζεται.
α. ο μύθος της Πανδώρας από τον Ησίοδο, σύμφωνα με τον οποίο ο Δίας, οργισμένος με τον Προμηθέα που κλέβει τη φωτιά, προστάζει τον Ήφαιστο να πλάσει μια γυναίκα-συμφορά για τους ανθρώπους[1]˙
β. ο Ίαμβος κατά Γυναικών του Σημωνίδη του Αμοργίνου, με δέκα αλλόκοτες γυναικογονίες, που ανάγουν τη δημιουργία του είδους σε ζώα και σε στοιχεία της φύσης[2].
τὴν δ᾽ ἐξ ἀλιτρῆς θεὸς ἔθηκ᾽ ἀλώπεκος
γυναῖκα πάντων ἴδριν· οὐδέ μιν κακῶν
λέληθεν οὐδὲν οὐδὲ τῶν ἀμεινόνων·
τὸ μὲν γὰρ αὐτῶν εἶπε πολλάκις κακόν,
τὸ δ᾽ ἐσθλόν· ὀργὴν δ᾽ ἄλλοτ᾽ ἀλλοίην ἔχει.
(απ. 7.7-11)
Την άλλη έπλασε ο Θεός απ’ την παμπόνηρη
αλεπού,
όλα τα ξέρει η γυναίκα αυτή: τι είναι κακό,
τι είναι καλύτερο; - τίποτε, μα τίποτε δεν της
ξεφεύγει.
κακό είπε το καλό πολλές φορές, και το κακό
τό ’πε καλό˙ οι διαθέσεις της αλλάζουν
συνεχώς.
τὴν δὲ πλάσαντες γηΐνην Ὀλύμπιοι
ἔδωκαν ἀνδρὶ πηρόν· οὔτε γὰρ κακὸν
οὔτ᾽ ἐσθλὸν οὐδὲν οἶδε τοιαύτη γυνή·
ἔργων δὲ μοῦνον ἐσθίειν ἐπίσταται.
κὤταν κακὸν χειμῶνα ποιήσηι θεός,
ῥιγῶσα δίφρον ἄσσον ἕλκεται πυρός.
(απ. 7.21-26)
Την άλλη πάλι του Ολύμπου οι θεοί πλάθοντας
απ’ τη γη
την έδωσαν στον άντρα να τον βλάπτει. Τι το
κακό;
Τι είναι καλό; - Όλα αυτή η γυναίκα τ’ αγνοεί.
Μόνη δουλειά που ξέρει είναι να τρώει.
Και όταν βαρυχειμωνιά στείλει ο θεός, νιώθει το
ρίγος
και το σκαμνί που κάθεται τραβά προς τη
φωτιά.
τὴν δ᾽ ἵππος ἁβρὴ χαιτέεσσ᾽ ἐγείνατο,
ἣ δούλι᾽ ἔργα καὶ δύην περιτρέπει,
κοὔτ᾽ ἂν μύλης ψαύσειεν, οὔτε κόσκινον
ἄρειεν, οὔτε κόπρον ἐξ οἴκου βάλοι,
οὔτε πρὸς ἰπνὸν ἀσβόλην ἀλεομένη
ἵζοιτ᾽. ἀνάγκηι δ᾽ ἄνδρα ποιεῖται φίλον·
λοῦται δὲ πάσης ἡμέρης ἄπο ῥύπον
δίς, ἄλλοτε τρίς, καὶ μύροις ἀλείφεται,
αἰεὶ δὲ χαίτην ἐκτενισμένην φορεῖ
βαθεῖαν, ἀνθέμοισιν ἐσκιασμένην.
καλὸν μὲν ὦν θέημα τοιαύτη γυνὴ
ἄλλοισι, τῶι δ᾽ ἔχοντι γίνεται κακόν,
ἢν μή τις ἢ τύραννος ἢ σκηπτοῦχος ἦι,
ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται.
(απ. 7. 57-70)
Την άλλη γέννησε φοράδα παχουλή με χαίτη
μακριά,
βαριές δουλειές και συγυρίσματα τα αποφεύγει.
Χειρόμυλο; Ούτε που θ’ άγγιζε. Κόσκινο;
Ούτε που θα σήκωνε ποτέ.
Από το σπίτι έξω δεν θα πετούσε τη βρωμιά.
Στο μαγειρείο; Ποτέ δεν θα καθόταν γιατί
αποφεύγει
την καπνιά. Ανόρεχτα, με το στανιό τον άντρα
της κάνει εραστή.
Πλένει ολάκερο το σώμα της την κάθε μέρα
δυο,
άλλοτε τρεις φορές κι αλείφεται με μύρα,
πάντοτε τη χαίτη την έχει καλοχτενισμένη
μακριά, κι είναι στεφανωμένη με λουλούδια.
Ωραίο είναι θέαμα γυναίκα σαν αυτή
στους άλλους, σ’ όποιον την έχει είναι συμφορά,
εκτός αν είναι τύραννος ή μεγιστάνας,
που ενδομύχως για αποκτήματα τέτοια
καμαρώνει.
τὴν μὲν γελᾶι τε καὶ γέγηθεν ἡμέρην·
ἐπαινέσει μιν ξεῖνος ἐν δόμοις ἰδών·
"οὐκ ἔστιν ἄλλη τῆσδε λωΐων γυνὴ
ἐν πᾶσιν ἀνθρώποισιν οὐδὲ καλλίων"·
τὴν δ᾽ οὐκ ἀνεκτὸς οὐδ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν
οὔτ᾽ ἄσσον ἐλθεῖν, ἀλλὰ μαίνεται τότε
ἄπλητον ὥσπερ ἀμφὶ τέκνοισιν κύων,
ἀμείλιχος δὲ πᾶσι κἀποθυμίη
ἐχθροῖσιν ἶσα καὶ φίλοισι γίνεται·
ὥσπερ θάλασσα πολλάκις μὲν ἀτρεμὴς
ἕστηκ᾽, ἀπήμων, χάρμα ναύτηισιν μέγα,
θέρεος ἐν ὥρηι, πολλάκις δὲ μαίνεται
βαρυκτύποισι κύμασιν φορεομένη.
ταύτηι μάλιστ᾽ ἔοικε τοιαύτη γυνὴ
ὀργήν· φυὴν δὲ πόντος ἀλλοίην ἔχει.
(απ. 7. 27-42)
Την άλλη πάλι απ’ τη θάλασσα, δίβουλη.
Γελά τη μιαν μέρα και λάμπει από χαρά˙
Ο επισκέπτης του σπιτιού θα την παινέσει:
«Καλύτερη γυναίκα από τούτη στον κόσμο
Στα μάτια της την άλλη μέρα δεν θέλει να τον
δει,
ούτε και να τον πλησιάσει. Μαίνεται τότε
απλησίαστη σαν σκύλα που φυλάσσει τα μικρά
της.
Αμείλικτη σε όλους, με μούτρα ξινισμένα
Συμπεριφέρεται το ίδιο σε φίλους και σ’
εχθρούς.
Όπως κι η θάλασσα˙ πολλές φορές στέκεται
ακίνητη, κακό δεν κάνει, χαρά μεγάλη για τους
ναυτικούς,
το καλοκαίρι. Πολλές φορές λυσσομανά,
βαρύκτυπα τα κύματα την παρασύρουν.
Σ’ αυτήν τη θάλασσα μοιάζουν τέτοιας
γυναίκας
τα αισθήματα. Το φυσικό του πόντου; - η
αλλαγή!
κείνηι γὰρ οἴηι μῶμος οὐ προσιζάνει,
θάλλει δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῆς κἀπαέξεται βίος,
φίλη δὲ σὺν φιλέοντι γηράσκει πόσει
τεκοῦσα καλὸν κὠνομάκλυτον γένος.
κἀριπρεπὴς μὲν ἐν γυναιξὶ γίνεται
πάσηισι, θείη δ᾽ ἀμφιδέδρομεν χάρις.
οὐδ᾽ ἐν γυναιξὶν ἥδεται καθημένη
ὅκου λέγουσιν ἀφροδισίους λόγους.
τοίας γυναῖκας ἀνδράσιν χαρίζεται
Ζεὺς τὰς ἀρίστας καὶ πολυφραδεστάτας·
(απ. 7. 83-93)
Από την μέλισσα την άλλη˙ την παίρνεις κι
ευτυχείς.
Μόνο σε κείνη το ψεγάδι κοντά της να καθήσει
δεν μπορεί.
Φουντώνει και θ’ αυξάνεται χάρη σ’ αυτήν το
βιος.
Γερνά τ’ ανδρόγυνο και μένει η αγάπη
αμοιβαία.
Έχει γεννήσει όμορφα παιδιά και έχουν όνομα
καλό.
Ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες ξεχωρίζει,
η χάρη που ολόκληρη την περιβάλλει είναι
θεϊκή,
χαρά δεν νιώθει με τη συντροφιά των γυναικών
που κάθονται και ανταλλάσσουν προστυχιές.
Ό,τι καλύτερο κι ό,τι πιο γνωστικό στους άντρες
έχει ο Δίας να δωρίσει είναι γυναίκες σαν κι
αυτές.
Η δημιουργία της Πανδώρας από την Αθηνά και τον Ήφαιστο, Ζωγράφος Tarquinia, 470-460 π.Χ. (Βρετ. Μουσείο)
Στο πλαίσιο ενός φύλλου εργασίας μπορεί παράλληλα να αξιοποιηθεί από τους μαθητές και το παρακάτω απόσπασμα από ένα μυθιστόρημα γνωστής φιλολόγου [3], με τη συναίσθηση βέβαια ότι πρόκειται για μία σύγχρονη «ανάγνωση» του αρχαιοελληνικού κόσμου:
«Αυτή την ιστορία δεν τη γνωρίζω», παρατήρησε η Μέγω.
«Ίσως ξέρεις άλλες εκδοχές της, με άλλα ονόματα. Αλλά οι ντόπιοι την αφηγούνται ως εξής. Υπήρχε, λέει, ένας Αθηναίος βασιλιάς που είχε δύο κόρες, την Πρόκνη και τη Φιλομήλα και πάντρεψε την Πρόκνη με έναν άντρα που ονομαζόταν Τηρέας, που κάποιοι λένε πως ήταν από τη Θράκη και άλλοι λένε πως ήταν Έλληνας από τη Φωκίδα. Ο Τηρέας και η Πρόκνη απέκτησαν ένα γιο, τον Ίτυ, αλλά στη συνέχεια ο Τηρέας ερωτεύτηκε την αδελφή της γυναίκας του, τη Φιλομήλα. Οι λεπτομέρειες ποικίλλουν στις διάφορες ιστορίες:άλλοι λένε πως βίασε τη Φιλομήλα, άλλοι πως την εξαπάτησε και την ξελόγιασε λέγοντάς της ψέματα πως η αδελφή της ήταν νεκρή. Μετά έκοψε τη γλώσσα της, έτσι ώστε να μην μπορεί να πει σε κανέναν τι της είχε κάνει. Αλλά η Φιλομήλα κέντησε την ιστορία της σε έναν χιτώνα και τον έστειλε στην Πρόκνη. Η Πρόκνη αναζήτησε την αδελφή της, τη βρήκε και στη συνέχεια σκότωσε το γιο της, τον Ίτυ, τον έβρασε και τον σέρβιρε στον Τηρέα για να τον φάει. Όταν ο Τηρέας κατάλαβε τι είχε κάνει η Πρόκνη, κυνήγησε τις δυο αδελφές με ένα τσεκούρι, αλλά εκείνες προσευχήθηκαν στους θεούς, και οι θεοί μεταμόρφωσαν και τους τρεις τους σε πουλιά: η Πρόκνη έγινε αηδόνα, η Φιλομήλα χελιδόνα και ο Τηρέας τσαλαπετεινός».
«Καθόλου ευχάριστη ιστορία».
«Πράγματι. Τινόημα θα είχε να φτιάχνουμε ιστορίες που θα λένε στους ανθρώπους ό,τι θέλουν ν’ ακούσουν; Πρέπει να τους διδάξουμε και την πραγματικότητα…»
«Η πραγματικότητα είναι ότι όλες οι γυναίκες είναι κακές ή μπορούν να γίνουν κακές, κι έτσι δεν πρέπει να τους δείχνεις εμπιστοσύνη», είπε απότομα η Θεανώ.
«Την έχουμε ξανακάνει αυτή τη συζήτηση, Θεανώ», είπε η Χλόη ανυπόμονα. «Και σου είπα πως οι μύθοι δεν είναι τόσο απλοί. Όταν άκουσα για πρώτη φορά αυτές τις ιστορίες, σκέφτηκα: Χαρακτηριστικές ιστορίες φτιαγμένες από τους άντρες ενάντια στις γυναίκες. Και είναι αλήθεια, αυτό είναι ένα από τα πράγματα που λένε αυτές οι ιστορίες, ότι οι γυναίκες μπορούν να γίνουν κακές. Κι όταν συμβαίνει αυτό, τότε χρησιμοποιούν τα όπλα των αδυνάτων, που είναι δόλια και βίαια, και πληγώνουν τους άντρες εκεί που είναι ευάλωτοι, σκοτώνοντας τους γιους τους. Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό το νόημά τους. Είναι επίσης και μια προειδοποίηση προς τους άντρες. Τους λένε πως, αν καταχραστούν τη δύναμή τους, θα είναι δικό τους το λάθος, αν στη συνέχεια συμβεί κάποια καταστροφή. Οι γυναίκες κάνουν λάθη και γίνονται κακές, αλλά το κάνουν επειδή οι άντρες τις κακομεταχειρίστηκαν –ακόμη και η Μήδεια. Έτσι, λοιπόν, είναι μια προειδοποίηση προς τους άντρες: μην καταχράστε την εξουσία που έχετε απέναντι στις γυναίκες, αλλιώς θα υποφέρετε κι εσείς.»
[2] Βλ. Μ. Ζ. Κοπιδάκη (επιμ.) 1996: Σημωνίδη Αμοργίνου Ίαμβος κατά γυναικών, εκδ. Ιστός, Αθήνα.
Τετάρτη 7 Μαΐου 2008
Παράδειγμα κειμενοκεντρικής προσέγγισης
Αἰτιασάμενος δὲ Δαρεῖος ἡμᾶς τε καὶ Ἐρετριέας, Σάρδεσιν ἐπιβουλεῦσαι προφασιζόμενος, πέμψας μυριάδας μὲν πεντήκοντα ἔν τε πλοίοις καὶ ναυσί, ναῦς δὲ τριακοσίας, Δᾶτιν δὲ ἄρχοντα, εἶπεν ἥκειν ἄγοντα Ἐρετριέας καὶ Ἀθηναίους, εἰ βούλοιτο τὴν ἑαυτοῦ κεφαλὴν ἔχειν˙
ὁ δὲ πλεύσας εἰς Ἐρέτριαν ἐπ’ ἄνδρας, οἳ τῶν τότε Ἑλλήνων ἐν τοῖς εὐδοκιμωτάτοις ἦσαν τὰ πρὸς τὸν πόλεμον καὶ οὐκ ὀλίγοι, τούτους ἐχειρώσατο μὲν ἐν τρισὶν ἡμέραις, διηρευνήσατο δὲ αὐτῶν πᾶσαν τὴν χώραν, ἵνα μηδεὶς ἀποφύγοι, τοιούτῳ τρόπῳ˙ ἐπὶ τὰ ὅρια ἐλθόντες τῆς Ἐρετρικῆς οἱ στρατιῶται αὐτοῦ, ἐκ θαλάττης εἰς θάλατταν διαστάντες, συνάψαντες τὰς χεῖρας διῆλθον ἅπασαν τὴν χώραν, ἵν’ ἔχοιεν τῷ βασιλεῖ εἰπεῖν ὅτι οὐδεὶς σφᾶς ἀποπεφευγὼς εἴη.
(Πλάτ. Μενέξ. 240a-c, 4ος αι. π.Χ.)
α. Για τη δεύτερη σημασία τουλάχιστον η μετάφραση του ηροδότειου κειμένου 6. 31 στο οποίο περιγράφεται η χρήση της πολεμικής σαγήνης στα νησιά. Ωστόσο η συμπαράθεση του αρχαιοελληνικού κειμένου ενδείκνυται, γιατί περιλαμβάνει και τη μνεία του ρήματος σαγηνεύω:
ὁ δὲ ναυτικὸς στρατὸς ὁ Περσῶν (…) αἱρεῖ εὐπετῶς τὰς νήσους τὰς πρὸς τῇ ἡπείρῳ κειμένας, Χίον καὶ Λέσβον καὶ Τένεδον. (…) οἱ βάρβαροι ἐσαγήνευον τοὺς ἀνθρώπους. Σαγηνεύουσι δὲ τόνδε τὸν τρόπον˙ ἀνὴρ ἀνδρὸς ἁψάμενος τῆς χειρὸς ἐκ θαλάσσης τῆς βορείας ἐπὶ τὴν νοτίαν διήκουσι καὶ ἔπειτα διὰ πάσης τῆς νήσου διέρχονται ἐκθηρεύοντες τοὺς ἀνθρώπους.
(διασκευή από τον Ηρόδοτ. 6. 31)
β. Για την εικόνα που αντιστοιχεί στην τρίτη σημασία, πέρα από την εικόνα της σ. 9, ένα χωρίο από την Καινή Διαθήκη για την ιδιότητα των Αποστόλων να «αλιεύουν» ανθρώπους:
περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφοὺς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν˙ ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. καὶ λέγει αὐτοῖς˙ δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων.
(Κατὰ Ματθαῖον 4. 18-19[1])
ἀμφίβληστρον, τό: δίχτυ
[1] Βλ. επίσης Κατὰ Μάρκον 1. 16-17 και περαιτέρω Κατὰ Λουκ. 5. 10 (καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς˙ μὴ φοβοῦ˙ ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν).
Πρόγραμμα "Αρχαιογνωσία - Αρχαιογλωσσία"
Πέμπτη 1 Μαΐου 2008
Αρχαιοελληνικό κείμενο κατασκευασμένο στη σύγχρονη εποχή
7η Ενότητα: Ο Δηϊόκης στο σχολείο
Παρακείμενος – Υπερσυντέλικος ενεργητικής φωνής
Μήνας Βοηδρομιών του ίδιου έτους: ο Δηϊόκης φοιτά στο σχολείο…
Πρῲ δὲ Δηϊόκης τε καὶ υἱὸς Κέρδωνος Φίλιππος μετὰ τοῦ παιδαγωγοῦ εἰς τὸν γραμματιστήν πορεύονται.
Δηϊόκης: Πῶς ἔχει σοι ἐν τῷ διδασκαλείῳ, ὦ Φίλιππε;
Φίλιππος: Χρὴ μέντοι ἐκεῖσε φοιτᾶν, ὦ Δηϊόκα. Μεμαθήκαμεν μὲν ἀναγιγνώσκειν τε καὶ γράφειν, νῦν δὲ ἤργμεθα ἀπομνημονεύειν χωρία ἐκ τῶν ὁμηρικῶν τε κἄλλων ποιητικῶν ἔργων. Χαλεπὸν δῆτα τὸ πρᾶγμά μοι πέφανται˙ ἐχθὲς φύρδην τὸ ἐκ τοῦ Αἰσχύλου χωρίον ἀπήγγελκα. Ἅπαντες ἐγέλων τε καὶ αἰσχύνη με κατειλήφει. Ῥᾷόν ἐστι τοὺς τῶν ἡρώων μύθους μελετᾶν˙ ἐν τούτοις δὲ οὐχ ἡμάρτηκα συχνόν. Τίνα ἥρωα ᾕρησαι σύ;
Δηϊόκης: ἐν Λακεδαίμονι τετιμήκαμεν ἡμεῖς Διοσκούρους, Μενέλαόν τε καὶ ἀοίδιμον Ἑλένην ὡς θεούς. Ἡρακλῆς αὖθις τετίμηται παρ’ ἡμῖν. Τῇ ῥώμῃ τούτῳ ὁμοιάζειν ἐθέλω. Οὐκ ἀκήκοας τοὺς αὐτοῦ ἄθλους; Μάλιστά γε τὴν τοῦ λέοντος θήραν τεθαύμακα. Ὧδε ἡ ἐμὴ μήτηρ τὸν λόγον μοι προσειρήκει:
«Ὁ Ἡρακλῆς εἰς Τίρυνθα ἦλθε, καὶ τὸ προσταττόμενον ὑπὸ Εὐρυσθέως ἐτέλει. Πρῶτον μὲν οὖν ἐπέταξεν αὐτῷ τοῦ Νεμέου λέοντος τὴν δορὰν κομίζειν˙ (…) εἰς δὲ τὴν Νεμέαν ἀφικόμενος καὶ τὸν λέοντα μαστεύσας ἐτόξευσε τὸ πρῶτον˙ ὡς δὲ ἔμαθεν ἄτρωτον ὄντα, ἀνατεινάμενος τὸ ῥόπαλον ἐδίωκε. Συμφυγόντος δὲ εἰς ἀμφίστομον σπήλαιον αὐτοῦ τὴν ἑτέραν ἐνῳκοδόμησεν εἴσοδον, διὰ δὲ τῆς ἑτέρας ἐπεισῆλθε τῷ θηρίῳ, καὶ περιθεὶς τὴν χεῖρα τῷ τραχήλῳ κατέσχεν ἄγχων ἕως ἔπνιξε» (βάσει του [Απολλόδ.] Βιβλ. 2. 1).
Φίλιππος: Οὗτος μεν ἀρηΐφιλος ὡς αὖθις Ἀχιλλεύς˙ ἔριδας γὰρ τεθήρακε καὶ μάχας. Τὴν δὲ εἰρήνην τὴν τῆς ὑγιοῦς πολιτείας ἀρωγὸν ἐχθαίρει. Οὐ γὰρ νενόηκας σὺ ὡς πολύδακρυς ὁ πόλεμος; Οὐ γὰρ νενόηκας σὺ τὸν κίνδυνον; Ἄκουσον οὖν τὸ τοῦ Ἡροδότου: Οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρεῖται· ἐν μὲν γὰρ τῇ εἰρήνῃ οἱ παῖδες τοὺς πατέρας θάπτουσι, ἐν δὲ τῷ πολέμῳ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας. Ἐγὼ δὲ ᾕρημαι ταλαπείριόν τε καὶ πολυμήχανον Ὀδυσσέα, ὃς περιπεπλάνηταί τε καὶ ἔγνωκε πολλοὺς τε ἀνθρώπους καὶ πόλεις. Ὅτε δὲ ἐν ἀπόροις ἦν, προσεῖχε τὸν νοῦν τῷ πράγματι καὶ μήτει χρώμενος ἐμηχανᾶτο διέξοδον βελτίστην. Ἀκήκοας δὲ τὸν τῆς Κίρκης λόγον;
Φίλιππος τὸν τῆς Κίρκης λόγον ____________ (εἴρηκα, παρακ. του ρ. λέγω).
Κίρκη δὲ, ἣ θυγάτηρ Ἡλίου καὶ Πέρσης, Αἰήτου δὲ ἀδελφὴ ἦν, ἔμπειρός πάντων φαρμάκων ἐγεγόνει. Ὀδυσσεὺς δὲ μίαν ἔχων ναῦν Αἰαίῃ νήσῳ προσγεγένηται. Εὐρύλοχος δὲ τοῦτο τὸ ἔργον εἰληχὼς πεπόρευται μεθ’ ἑταίρων εἰκοσιδύο τὸν ἀριθμὸν πρὸς Κίρκην. Ἐφάψασα δὲ ῥάβδῳ τοὺς ἄλλους ἑταίρους πλὴν Εὐρυλόχου τοὺς μὲν πεποίηκε λύκους, τοὺς δὲ σῦς, τοὺς δὲ ὄνους, τοὺς δὲ λέοντας. Εὐρύλοχος δὲ ἑορακὼς ταῦτα Ὀδυσσεῖ ἀπήγγελκε. Ὁ δὲ εἰληφὼς παρὰ Ἑρμοῦ μῶλυ, πρὸς Κίρκην προσελήλυθε καὶ βεβληκὼς εἰς τὰ φάρμακα τὸ μῶλυ μόνος πιὼν οὐ πεφάρμακται. Ἠθελήκει δὲ Κίρκην ξίφει ἀποκτεῖναι. Ἡ δὲ τοὺς ἑταίρους ἀποκαθίστησι (βάσει του [Απολλοδ.] Βιβλ. [Επιτ.] 7. 14 κ.ε.).
Τοιαῦτα ἀλλήλοις διαλεγόμενοι οἱ παῖδες εἰς τὸ διδασκαλεῖον ἀφιγμένοι εἰσίν. Ὁ παιδαγωγὸς ἀσμένως ἐκείνους ἤχει˙ οὐ γὰρ ἐδεδεήκει αὐτοὺς τιμωρήσασθαι, ἐπεὶ ἠρέμα εἰς τὴν τοῦ γραμματιστοῦ οἰκίαν ἐβεβήκεσαν. Τὰ ἄλλα παιδία οὐκέτι ἐληλύθεσαν. Ὁ γραμματιστὴς προσδέδεκται τὸν Δηϊόκην καὶ ἠρώτηκεν περὶ τίνος ἐμεμαθήκει ὁ παῖς ἄχρι τοῦδε.
Ἐν τούτῳ δὲ ἀφῖκτο τά τε ἄλλα παιδία. Ὁ γραμματιστὴς ἦρκται αὐτοῖς χωρία ἐκ τῆς τοῦ Ὁμήρου Ἰλιάδος ἀπαγγέλλειν. Δηϊόκῃ δὲ χαλεπὸν τὸ πρᾶγμα πέφανται. Ἦρκται οὖν μετὰ τοῦ Φιλίππου ψιθυρίζειν. Ἐξώργισται δὲ ὁ γραμματιστὴς καὶ κεκέλευκε τούτους σιγᾶν.
Γραμματιστής: Τὸ τοίνυν τῆς γλώττης κρατεῖν σῶφρόν ἐστι. Σοφὸν γὰρ εὔκαιρος σιγὴ καὶ παντὸς λόγου κρεῖττον.
Διηγήσατο δὲ αὐτοῖς προσέτι λόγον περὶ τοῦ Φαέθοντος:
«Ζεὺς Ἡλίῳ διαλέγεται.
Ζεύς: Οἷα πεποίηκας, ὦ Τιτάνων κάκιστε; Ἀπολώλεκας τὰ ἐν τῇ γῇ ἅπαντα, μειρακίῳ ἀνοήτῳ πιστεύσας τὸ ἅρμα, ὃς τὰ μὲν κατέφλεξε πρόσγειος ἐνεχθείς, τὰ δὲ ὑπὸ κρύους διαφθαρῆναι ἐποίησεν, πολὺ αὐτῶν ἀποσπάσας τὸ πῦρ, καὶ ὅλως οὐδὲν ὅ τι οὐ ξυνετάραξε καὶ ξυνέχεεν, καὶ εἰ μὴ ἐγὼ (…) κατέβαλον αὐτὸν τῷ κεραυνῷ, οὐδὲ λείψανον ἀνθρώπων ἐπέμεινεν ἄν˙ τοιοῦτον ἡμῖν τὸν καλὸν ἡνίοχον καὶ διφρηλάτην ἐκπέπομφας.
Ἥλιος: Ἥμαρτον, ὦ Ζεῦ, ἀλλὰ μὴ χαλέπαινε, εἰ ἐπείσθην υἱῷ πολλὰ ἱκετεύοντι˙ πόθεν γὰρ ἂν καὶ ἤλπισα τηλικοῦτο γενήσεσθαι κακόν;» (βάσει του Λουκιαν. Θεών Διάλ. 24 [25])
Καταγεγράφασι δὲ τὸν λόγον ἐπὶ τῇ δέλτῳ οἱ φοιτῶντες, ἵνα μάθωσιν αὐτὸν ῥᾷον ἐν τῇ οἰκίᾳ. Μετ’ ὀλίγον δὲ ἀνακεχωρήκασιν ἅπαντες οἴκαδε.
ἄρχομαι: αρχίζω κάποιο δικό μου έργο
χωρίον, τὸ: απόσπασμα
χαλεπός, -ή, όν: δύσκολος
πέφανται: γ’ εν. παρακ. του ρ. φαίνομαι
φύρδην: μπερδεμένα, συγκεχυμένα
κατειλήφει: γ’ εν. υπερσ. του ρ. καταλαμβάνω
ῥᾴων - ῥᾷον: ευκολότερος (από το επίθ. ῥᾴδιος)
ἁμαρτάνω: σφάλλω
αἱρέομαι, -οῦμαι: προτιμώ
ἀοίδιμος, -ον: αείμνηστος
ῥώμη, ἡ: δύναμη σωματική
προσειρήκει: γ’ εν. υπερσ. του ρ. προσλέγω
τελέω, -ῶ: εκτελώ
ἐπιτάττω: διατάζω
δορά, ἡ: λεοντή
κομίζω: φέρνω
ἀφικνέομαι, -οῦμαι: φτάνω (ἀφικόμην: β’ αόρ.)
μαστεύω: αναζητώ
ἀνατείνομαι: (εδώ) σηκώνω
ἀμφίστομος, -ον: που έχει δύο στόμια, δύο εισόδους
ἐνοικοδομέω, -ῶ: χτίζω
ἐπεισῆλθε < ἐπεισέρχομαι: επιτίθεμαι
Προτάσεις σχετικά με τη διδασκαλία της αρχαιοελληνικής γλώσσας και γραμματείας
Η χρήση της πλοκής μπορεί να λάβει κυρίως τις ακόλουθες μορφές:
α. εκτενές κείμενο αυθεντικό της αρχαιοελληνικής γραμματείας (διασκευασμένο όπου κρίνεται σκόπιμο)
β. αρχαιοελληνικό κείμενο κατασκευασμένο στη σύγχρονη εποχή
γ. ένταξη αρχαιοελληνικών μικροκειμένων (αυθεντικών) σε πλοκή που περιλαμβάνει συνδετικά τμήματα στα νέα ελληνικά.