Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Ξενοφών Κύρου Παιδεία 1. 3. 13



Ἐπεὶ δὲ ἡ Μανδάνη παρεσκευάζετο ὡς ἀπιοῦσα πάλιν πρὸς τὸν ἄνδρα, ἐδεῖτο αὐτῆς ὁ Ἀστυάγης καταλιπεῖν τὸν Κῦρον. ἡ δὲ ἀπεκρίνατο ὅτι βούλοιτο μὲν ἅπαντα τῷ πατρὶ χαρίζεσθαι, ἄκοντα μέντοι τὸν παῖδα χαλεπὸν εἶναι νομίζειν καταλιπεῖν. ἔνθα δὴ ὁ Ἀστυάγης λέγει πρὸς τὸν Κῦρον ˙ Ὦ παῖ, ἢν μένῃς παρ' ἐμοί, πρῶτον μὲν τῆς παρ' ἐμὲ εἰσόδου σοι οὐ Σάκας ἄρξει, ἀλλ' ὁπόταν βούλῃ εἰδιέναι ὡς ἐμέ, ἐπὶ σοὶ ἔσται ˙ καὶ χάριν σοι εἴσομαι ὅσῳ ἂν πλεονάκις εἰσίῃς ὡς ἐμέ. ἔπειτα δὲ ἵπποις τοῖς ἐμοῖς χρήσῃ καὶ ἄλλοις ὁπόσοις ἂν βούλῃ καὶ ὁπόταν ἀπίῃς, ἔχων ἄπει οὓς ἂν αὐτὸς ἐθέλῃς. ἔπειτα δὲ ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ μετρίως σοι δοκοῦν ἔχειν ὁποίαν ὁδὸν πορεύσῃ. ἔπειτα τά τε νῦν ἐν τῷ παραδείσῳ θηρία δίδωμί σοι καὶ ἄλλα παντοδαπὰ συλλέξω, ἃ σὺ ἐπειδὰν τάχιστα ἱππεύειν μάθῃς, διώξῃ, καὶ τοξεύων καὶ ἀκοντίζων καταβαλεῖς ὥσπερ οἱ μεγάλοι ἄντρες. καὶ παῖδας δέ σοι ἐγὼ συμπαίστορας παρέξω, καὶ ἄλλα ὁπόσα ἂν βούλῃ λέγων πρὸς ἐμὲ οὐκ ἀτυχήσεις. ἐπεὶ ταῦτα εἶπεν ὁ Ἀστυάγης, ἡ μήτηρ διηρώτα τὸν Κῦρον πότερον βούλοιτο μένειν ὴ ἀπιέναι. ὁ δὲ ἐμέλλησεν, ἀλλὰ ταχὺ εἶπεν ὅτι μένειν βούλοιτο.
 
 

 





 
 
 
 

 

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Ανάγνωση Οδύσσειας IV - η Αθηνά διαλέγεται με τον Τηλέμαχο και τον ενθαρρύνει

α174-361 η Αθηνά διαλέγεται με τον Τηλέμαχο και τον ενθαρρύνει
Την ίδια ώρα ο Τηλέμαχος γύρισε να μιλήσει στη γλαυκόματη Αθηνά,
175 γέρνοντας το κεφάλι προς το μέρος της, να μην τον πάρουν είδηση οι άλλοι:
«Καλέ μου ξένε, θα με παρεξηγήσεις αν γυμνή τη σκέψη μου σου πω;
Το μέλημά τους, ξένε, είναι αυτά που βλέπεις: κιθάρα και τραγούδι –
εύκολο μέλημα, αφού ατιμώρητοι ρημάζουν ξένα αγαθά˙
ενός που τα λευκά του οστά, κάπου αφημένα στη στεριά,
180 τα σάπισε η νεροποντή, ή και το κύμα τα παρασύρει του πελάγου.
Αν όμως στην Ιθάκη γύριζε εκείνος, αν μπρος στα μάτια τους τον έβλεπαν˙
όλοι τους λέω πως θα ύψωναν ευχή, πόδια να είχαν ελαφρότερα,
παρά να τους βαραίνει ο πλούτος με μαλάματα και ρούχα.
Μα τώρα αυτός αφανισμένος, όπως αφανίστηκε, με θάνατο άσχημο,
185 δεν άφησε σ’ εμάς καμιά παρηγοριά κι ελπίδα, αν κάποιος από τους
θνητούς στη γη που κατοικούμε, ισχυριστεί πως θα γυρίσει˙
του γυρισμού του η μέρα χάθηκε και πάει.
Όμως εσύ αποκρίσου σ’ ό,τι σε ρωτήσω, καθαρά και ξάστερα:
ποιος είσαι κι από πού; πού βρίσκονται ο τόπος κι οι γονείς σου;
190 με ποιο καράβι εδώ μας ήλθες; γιατί οι θαλασσινοί σ’ οδήγησαν
ως την Ιθάκη; ποιες ήταν οι συστάσεις τους; λέω πως δεν έφτασες
εδώ πεζός. Απάντησε όμως και σ’ αυτό το ερώτημα, δίχως περιστροφές
παρακαλώ: θέλω να μάθω αν έρχεσαι πρώτη φορά στα μέρη μας,
ή μήπως είσαι φίλος πατρικός.
195 Γιατί κι άλλους πολλούς αυτό το σπίτι καλωσόρισε,
αφού κι εκείνος ήταν κοσμογυρισμένος.»
Ανταποκρίθηκε, τα μάτια λάμποντας, αμέσως η θεά Αθηνά:
«Πρόθυμα κι ακριβώς, όσα ζητάς να μάθεις, θα σου πω:
Μέντης το όνομά μου, γιος του εμπειροπόλεμου Αγχιάλου –
200 ο ίδιος τους θαλασσινούς Ταφίους κυβερνώ˙
εδώ μ’ ένα καράβι και συντρόφους έφτασα, έτοιμος
να ανοιχτώ στο μπλάβο πέλαγος, πηγαίνοντας σ’ αλλόγλωσσους
ανθρώπους, στην Τεμέσα˙ γυρεύω ν’ ανταλλάξω σίδηρο γυαλιστερό
που φέρνω, με χαλκό˙ κι όσο για το καράβι μου, με περιμένει
205 κάπου εκεί στα κτήματα, έξω απ’ την πόλη, στο λιμάνι Ρείθρο,
κάτω απ’ το δασωμένο Νήιο.
Ναι, καμαρώνουμε πως είμαστε αμοιβαίοι φίλοι, γονικοί κι ανέκαθεν –
πήγαινε, αν θέλεις, να ρωτήσεις τον αντρείο Λαέρτη, γέροντα πια,
που τώρα ακούω δεν κυκλοφορεί σαν άλλοτε στην πόλη˙
210 αποτραβήχτηκε στα κτήματα, βαρύς από τα βάσανα
και μόνος, με μια γερόντισσα που τον υπηρετεί˙ αυτή στο πλάι του
αφήνει φαγητό και το κρασί, όταν ο κάματος του παραλύει τα μέλη –
όλη τη μέρα, λένε, σέρνεται σ’ εκείνην την πλαγιά με τα πολλά τ’ αμπέλια.
Και να ’μαι τώρα˙η φήμη μ’ έφερε
215 πως βρίσκεται ο πατέρας σου κιόλας στην πόλη –
φαίνεται όμως, οι θεοί τού φράζουνε τον δρόμο ακόμη.
Ωστόσο ασφαλώς δεν πέθανε ο θείος Οδυσσεύς, και δεν τον σκέπασε
της γης το χώμα˙είναι, πιστεύω, ζωντανός, αν κι εμποδίζεται
στη μέση του ανοιχτού πελάγους, όπου και τον κρατούν,
220 σ’ ένα νησί περίβρεχτο, άνθρωποι απολίτιστοι και βάναυσοι –
αυτοί, χωρίς τη θέλησή του, τον δεσμεύουν.
Άκουσε όμως τώρα τη μαντεία μου, όπως μέσα στον νου μου
την ξυπνούν οι αθάνατοι κι όπως νομίζω πως θα γίνει –
δεν ισχυρίζομαι πως είμαι μάντης, μήτε και καλοξέρω να εξηγήσω
225 τα σημάδια των πουλιών, κι όμως:
πολύν καιρό ακόμη δεν θα μείνει εκείνος μακριά από την πατρίδα του˙
έστω κι αν τον κρατούν τα σίδερα,
θα βρει τον τρόπο να γυρίσει, αυτός που είναι πολυμήχανος.
Μα τώρα απάντησε στο ερώτημά μου και μίλησέ μου ειλικρινά:
230 αν ένα τέτοιο παλικάρι, είσαι του Οδυσσέα, ο δικός του γιος˙
απίστευτο πώς μοιάζεις στο πρόσωπο και στα όμορφά σου μάτια
εκείνου – βλεπόμαστε συχνά και μεταξύ μας ανταμώναμε,
προτού κινήσει να ανεβεί στην Τροία, όπου κι οι άλλοι
Αργείοι, οι γενναιότεροι, πήγαν με τα βαθιά του πλοία.
235 Μετά χαθήκαμε˙ δεν είδα πια τον Οδυσσέα εγώ, μήτε κι αυτός εμένα.»
Της αντιμίλησε ο Τηλέμαχος με φρόνηση και γνώση:
«Δεν θα σου κρύψω, ξένε, τίποτε, τη σκέψη μου θα φανερώσω˙
η μάνα μου ισχυρίζεται πως είμαι γέννημα δικό του, όμως
εγώ δεν ξέρω˙ ποιος τάχα ως τώρα μόνος του αναγνώρισε
240 εκείνον που τον έσπειρε;
Άμποτε να ‘μουν ενός άλλου ο γιος, καλόμοιρου,
που τα γεράματα τον βρίσκουν μέσα στ’ αγαθά του˙
τώρα φαντάσου, ο πιο δυστυχισμένος που γεννήθηκε σ’ αυτόν τον κόσμο,
αυτός μου λένε πως με γέννησε – η ερώτησή σου με προκάλεσε
245 κι έδωσα την απόκρισή μου.»
Τότε κι η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, ανταποκρίθηκε:
«Όχι, δεν το νομίζω, πως οι θεοί έχουν ορίσει τη γενιά σου
ανώνυμη στο μέλλον, αφού σε γέννησε τέτοιον που είσαι η Πηνελόπη.
Και τώρα κάτι άλλο πες μου, ειλικρινά:
250 τι γλέντι είναι αυτό; τι σόι συνάθροιση; ποια η δική σου
υποχρέωση; καμιά γιορτή; ή μήπως γάμος; πάντως δεν πρόκειται για γεύμα
εταιρικό˙γιατί πολύ ξεδιάντροποι μου φαίνονται και ξιπασμένοι,
έτσι που τρων αυτοί και πίνουν στο παλάτι˙ θα αγανακτούσε ασφαλώς,
τα τόσα αίσχη βλέποντας, αν κάποιος κατά τύχη ερχόταν,
255 φτάνει να ήταν συνετός.»
Της ανταποκρίθηκε ο Τηλέμαχος, φρόνιμος πάντα και με γνώση:
«Αφού τέτοια ερωτήματα μου θέτεις, γυρεύοντας εξήγηση –
ήταν ένας καιρός που αυτό το σπίτι είχε την τύχη του στα πλούτη,
στις τιμές, όσο εκείνος κατοικούσε αυτή  τη χώρα.
260 Αλλά βουλήθηκαν αλλιώς κάποιοι θεοί, βάζοντας το κακό στον νου τους
και τώρα εκείνον άφαντο τον έκαναν, παρά κανέναν άλλον.
Αν έβρισκε τον θάνατο, δεν θα ‘ταν ο καημός του τόσος,
αν είχε σκοτωθεί στην Τροία εκεί, με τους συντρόφους του στο πλάι,
ή, με το τέλος του πολέμου, ξεψυχούσε στων δικών τα χέρια˙
265 τότε οι Παναχαιοί θα τον τιμούσαν τύμβο υψώνοντας,
και για κληρονομιά στον γιο του θα άφηνε μεγάλη δόξα˙
μα να που τώρα ανήκουστον τον έχουν αναρπάξει οι Άρπυιες,
κι εξαφανίστηκε, χωρίς κανείς να μάθει πού και πώς,
αφήνοντας σ’ εμένα οδυρμούς κι οδύνες.
270 Αλλά δεν κλαίω, δεν στενάζω εκείνον μόνον,
αφού μου δώσαν οι θεοί πρόσθετα και μεγάλα βάρη:
όσοι τριγύρω στα νησιά αρχηγεύουν, οι πρώτοι
στο Δουλίχιο, στη Σάμη και στη δασωμένη Ζάκυνθο,
κι οι άλλοι, όσοι βασιλεύουν στη βραχώδη Ιθάκη,
275 όλοι τους έγιναν της μάνας μου μνηστήρες και μας μαδούν το σπιτικό˙
εκείνη μήτε τον φριχτό τους γάμο αρνείται, μήτε και βρίσκει δύναμη
να δώσει τέλος στην υπόθεση˙ στο μεταξύ οι μνηστήρες
σηκώνουν και ρημάζουν τα αγαθά μου – σε λίγο
θα κατασπαράξουν κι εμένα.»
280 Του αντιμίλησε με πάθος η Αθηνά Παλλάδα:
«Αλίμονο κι αλήθεια, μακριά σου χρόνια ατέλειωτα, πόσο
ο Οδυσσέας σού λείπει! Που θα μπορούσε, τιμωρός, το χέρι
να σηκώσει στους αναίσχυντους μνηστήρες.
Γιατί, αν τώρα ερχόταν και στην εξώθυρα του παλατιού στεκόταν,
285 με περικεφαλαία, την ασπίδα και τα δυο του δόρατα,
ίδιος στην όψη, σαν την πρώτη εκείνη μέρα που τον είδα εγώ
στο σπίτι μας, να πίνει και να ευφραίνεται˙
μόλις ανέβαινε από την Εφύρη, γυρίζοντας από τον γιο του Μέρμερου,
τον Ίλο – ταξίδεψε κι εκεί με το γοργό καράβι του,
290 φαρμάκια ο Οδυσσέας ζητώντας φονικά, να το ‘χει χρίσμα
για τα χάλκινά του βέλη˙ εκείνος όμως του τ’ αρνήθηκε,
από τον φόβο των αθάνατων θεών˙ ενώ ο δικός μου ο πατέρας
του τα πρόσφερε, τόσο πολύ τον αγαπούσε˙
αν με την ίδια όψη ο Οδυσσέας έπεφτε στους μνηστήρες,
295 ο θανατός τους λέω δεν θ’ αργούσε, πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε.
Όμως αυτά, όπως και να ‘ναι, οι θεοί τ’ αποφασίζουν,
αν πίσω εκείνος θα γυρίσει εκδικητής, ή μήπως κι όχι,
στο παλάτι του. Εσένα τώρα συμβουλεύω να σκεφτείς,
να βρεις τον τρόπο, και να διώξεις απ’ το σπίτι τους μνηστήρες.
300 Άκου λοιπόν τι θα σου πω, και βάλε το καλά στον νου σου:
αύριο κιόλας, καλώντας σε συνέλευση τους τίμιους Αχαιούς,
σ’ όλους μπροστά εξηγήσου, κι ας είναι μάρτυρές σου οι θεοί˙
δώσε διαταγή για τους μνηστήρες, πως πρέπει
να ξεκουμπιστούν, να παν στα σπίτια τους˙ ύστερα η μάνα σου,
305 αν η καρδιά της φλέγεται για νέο γάμο, πίσω ας γυρίσει
στο παλάτι του πατέρα της, αυτός έχει και δύναμη και πλούτη˙
εκεί ας της ταιριάξουνε τον γάμο, και να της ετοιμάσουνε
γενναία προικιά, όσα στη θυγατέρα τους αρμόζουν, να την συνοδεύσουν.
Για σένα πάλι, έχω άλλη συμβουλή, φρόνιμη αν σ’ αυτή υπακούσεις˙
310 καράβι σήκωσε, το πιο γερό, μ’ είκοσι κωπηλάτες,
και πήγαινε να μάθεις νέα του πατέρα σου, αν κάποιος
άνθρωπος θνητός κάτι  θα έχει να σου πει˙ μπορεί
και του Διός ν’ ακούσεις την προφητική φωνή – μεγάλη δόξα
φέρνει στους ανθρώπους.
315 Πρώτα να πας στην Πύλο, ρωτώντας τον σεβάσμιο Νέστορα,
ύστερα συνεχίζεις για τη Σπάρτη, να δεις και τον ξανθό Μενέλαο,
που τελευταίος γύρισε από τους άλλους Αχαιούς, όσοι φορούσαν τότε
χάλκινα πουκάμισα.
Εκεί ανίσως κι ακούσεις τον νόστο του πατέρα σου, πως ζει,
320 μ’ όλη την παιδωμή σου, κάνε υπομονή γι’ αυτόν τον χρόνο˙
αν μάθεις όμως πως τον βρήκε ο θάνατος κι έσβησε η ζωή του,
τότε γυρίζεις πίσω στη γλυκιά πατρίδα,
υψώνεις επιτάφιο σήμα, τιμώντας τον νεκρό και με κτερίσματα
πολλά, όσα του πρέπουν – ύστερα δώσε και τη μάνα σου
325 σε κάποιον άλλον άντρα.
Κι όταν τελειώσεις μ’ όλα αυτά και γίνουν πράξη,
τότε με νου και σκέψη συλλογίσου, τρόπο να βρεις,
μες στο παλάτι, να σκοτώσεις τους μνηστήρες, με δόλο
ή κι αναφανδόν˙ δεν πρέπει αλήθεια σαν μωρό παιδί να φέρεσαι,
330 αφού δεν είσαι πια κανένα παιδαρέλι.
Ή μήπως και δεν άκουσες πόσο μεγάλη δόξα, πανανθρώπινη,
κατέκτησε ο θείος Ορέστης, αφότου σκότωσε τον πατροκτόνο του,
τον δόλιο Αίγισθο, εκείνον τον φονιά του ξακουστού πατέρα του.
Έτσι, καλέ μου – σε βλέπω ωραίο κι αψηλό –
335 δείξου κι εσύ πως είσαι παλικάρι, να σε δοξάσουν
οι μελλούμενες γενιές.
Όσο για μένα, αρμόζει να κατηφορίσω στο γοργό καράβι μου
και στους συντρόφους – θα αδημονούν μες στη μεγάλη αναμονή τους.
Δικό σου  μέλημα τα υπόλοιπα,
340 θυμήσου και να σκέφτεσαι τις συμβουλές μου.»
Πάλι της αποκρίθηκεν ο τόσο γνωστικός Τηλέμαχος:
«Ξένε, το ξέρω πως αυτά τα λόγια σου μ’ αγάοη τα προφέρεις,
σαν ο πατέρας στο παιδί του – υπόσχομαι να μην τα λησμονήσω.
Αλλά παρακαλώ σε τώρα, λίγο καθυστέρησε, κι ας είναι βιαστικός
345 ο δρόμος σου˙ για να λουστείς, κι ύστερα ευφρόσυνος
με δώρο στο καράβι να κατέβεις, που να το χαίρεται η ψυχή σου,
πάγκαλο και πολύτιμο, για να σου μείνει από μένα σταθερό ενθύμιο,
καθώς οι ξένοι που γνωρίζονται με φίλους ανταλλάσσουν.»
Αμέσως η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, του απάντησε:
350 «Μην προσπαθείς να με κρατήσεις κι άλλο, τώρα που ο δρόμος
με καλεί˙ το δώρο σου όμως, όποιο η καρδιά σου
επιθυμεί να μου χαρίσεις, μου το προσφέρεις την επόμενη φορά
που θ’ ανεβώ στο σπίτι σου – διάλεξε να ‘ναι το καλύτερο,
έτσι κι εσύ θα πάρεις άξιο το αντιχάρισμα.»
355 Μίλησε, κι όπως τέλειωσε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, εχάθη:
σαν το πουλί πετώντας, ξέφυγε από το άνοιγμα της στέγης˙
εκείνου όμως την ψυχή την ενδυνάμωσε με θάρρος, ενίσχυσε και στέριωσε
τη μνήμη του πατέρα του, για να τον έχει συνεχώς στον νου του˙
κι αυτός καταλαβαίνοντας, έλαμψε ο νους του,
360 τον συνεπήρε θάμβος, ένιωσε πως θεός ήταν ο ξένος˙
κι αυτόματα κινήθηκε προς τους μνηστήρες, ισόθεος άντρας.

Από τη μια οι μνηστήρες:
τους νοιάζει μόνο το τραγούδι και το γλέντι (α177), σφετερίζονται την περιουσία του Οδ. (α178, 275, 277), θρασύδειλοι (α182 κ.ε.),
ξεδιάντροποι (α252, 283), ξιπασμένοι (α252), προκαλούν αγανάκτηση (α252 κ.ε.),
α272 κ.ε. η ταυτότητά τους (άρχοντες της Ιθάκης και των γύρω νησιών),
η προοικονομία για τη συνωμοσία τους εις βάρος του Τηλέμαχου λειτουργεί ως κλιμάκωση (α278-279: σε λίγο / θα κατασπαράξουνε κι εμένα)-
η Αθηνά απαντά βέβαια και με προοικονομία της μνηστηροφονίας (α294 κ.ε.).

Από την άλλη ο απειλούμενος Τηλέμαχος:
απαρηγόρητος και απελπισμένος κατά δική του ομολογία (α185), δεν θα πίστευε κάποιον που θα  του μιλούσε για την επιστροφή του πατέρα του (α185 κ.ε.).

Η Πηνελόπη παρουσιάζεται αναποφάσιστη (α276 κ.ε.).

Προσέξτε την "εμφάνιση" του βασανισμένου Λαέρτη, πατέρα του Οδυσσέα (α208 κ.ε.), ο οποίος αποσύρθηκε στα χωράφια του, μακριά από το παλάτι.

Ο Οδυσσέας στο υπόβαθρο ο πιο άτυχος για τον Τηλέμαχο (αφού θεωρείται ότι βίωσε τον χειρότερο θάνατο, τον πνιγμό, α179 κ.ε. - α243 κ.ε.)-
γενναιότατος, θα έδιωχνε και μόνος του τους μνηστήρες από το παλάτι (α181 κ.ε.),
είχε πολλούς φίλους, ήταν κοσμογυρισμένος (α195-196),
πολυμήχανος (α228),
μεγαλοπρεπής ήρωας (α285 κ.ε.), 
θα τιμωρούσε και μόνος τους μνηστήρες (α282 κ.ε.).

Η πορεία που ακολουθεί ο λόγος της Αθηνάς αριστοτεχνική:
Α' [έντονη έναρξη - πεποίθηση ότι ο Οδ. ζει] 
σιγουριά ότι ο Οδυσσέας έχει επιστρέψει (α214-215 - σχετική φήμη) - 
                                                                                                  εμπόδιο θεών > αναβολή (α216)
αποκλεισμός της πιθανότητας να έχει πεθάνει (τριπλή αναφορά, α218 κ.ε.) - 
                                                                         εμπόδιο ανθρώπων > ακούσια απουσία (α218 κ.ε.)
μαντεία ότι θα επιστρέψει ο Οδ. (α222 κ.ε.) + 
ενισχύεται από τον χαρακτήρα του (πολυμήχανος, α228) 
Β' ["επεξεργασία" του Τηλέμαχου]
έπαινος Τηλέμαχου (α230 κ.ε.) - μοιάζει του πατέρα του (α230 κ.ε.) - 
                                                        ναι, αλλά εκείνος θεωρείται από τον Τ. ο πιο δυστυχής (α243κ.ε.)
η ανωνυμία δεν είναι η μοίρα της γενιάς του (α247 κ.ε.) + υπεροχή Τ.
Γ' [μνηστήρες]
άστοχα ερωτήματα, αρνητικός χαρακτηρισμός μνηστήρων + θα προκαλούσαν σε κάθε επισκέπτη αγανάκτηση (α253 κ.ε.) -
                                   ακμή παλατιού στα χρόνια παρουσίας του Οδ. + 
                                   αδυναμία θρήνου για τον άδοξο χαμό του +
                                   οι μνηστήρες "δώρο" των θεών + 
                                   αναποφάσιστη Πηνελόπη + 
                                   ο Οδ. θα τους έδιωχνε και μόνος (αλλά η επιστροφή του είναι θεία βουλή)-
ο Τ. ας σχεδιάσει την αποπομπή των μνηστήρων (συμβουλές, α298 κ.ε.)
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ:
α. σε συνέλευση των Ιθακησίων επίσημη αποπομπή μνηστήρων από Τ. (α301 κ.ε.)
β. ταξίδι Τ. σε Πύλο και σε Σπάρτη, για να μάθει νέα του Οδ. (α310 κ.ε.) +
                                   η μνηστηροφονία καθήκον του (α227 κ.ε.) +
                                   μυθολογικό παράδειγμα Ορέστη (α331 κ.ε.) + 
                                   έπαινος Τ. (α334 κ.ε.) +
                                   α355 κ.ε. "εξαφάνιση" Αθηνάς = αποκάλυψη θείας ιδιότητας 
                                   > άμεσο αντίκρισμα στην ψυχή του Τ.                          

Οι ιδέες περί θανάτου ξεκάθαρες:
ο Οδ. θεωρείται ότι βίωσε τον χειρότερο θάνατο, τον πνιγμό (α179 κ.ε., α267 κ.ε.)
ο θάνατος στη μάχη είναι ο πιο τιμητικός (α263 κ.ε.), τύμβος και υστεροφημία στη γενιά του ήρωα

Αναχρονισμός εντοπίζεται στο α203 με την αναφορά στον σίδηρο.

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Στιγμές

Μέρες του σήμερα
φωνές του χθες
συνθήματα του αύριο-
Βιβλία αγαπημένα
ήρωες της πραγματικότητας
όνειρα μακρινά-
Πού πήγε το χαμόγελό σου;
ρώτησες.
Δεν ξέρεις;

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Ανάγνωση Ομήρου Οδύσσειας ΙΙΙ (μτφρ. Δ. Μαρωνίτη)

α109-173 ο Τηλέμαχος προσφέρει φιλοξενία στην Αθηνά-Μέντη,
μτφρ. Δ. Μαρωνίτη
Είπε κι ευθύς δένει στα πόδια της τα ωραία σαντάλια,
110 θεσπέσια και χρυσά, εκείνα που την ταξιδεύουν και στη θάλασσα
και στην απέραντη στεριά ανάλαφρα, με τις πνοές του ανέμου.
Ύστερα στο χέρι κράτησε άλκιμο κοντάρι, ακονισμένο με χαλκό,
βαρύ, θεόρατο και στιβαρό˙ μ’ αυτό η κόρη του πανίσχυρου Διός
δαμάζει των γενναίων πολεμιστών τις τάξεις, που της ξανάψαν τον θυμό.
115 Χύθηκε τότε, ακροπατώντας τις κορφές του Ολύμπου,
και βρέθηκε μεμιάς στον δήμο της Ιθάκης, να στέκει
στην εξώθυρα του Οδυσσέα, πατώντας το κατώφλι της αυλής του.
Με το χαλκό κοντάρι της στο χέρι, επήρε τη μορφή ενός ξένου˙
κι ολόιδια με τον Μέντη, άρχοντα των Ταφίων, έπεσε στους αγέρωχους
120 μνηστήρες˙ που εκεί, μπροστά στις πύλες του σπιτιού, έβρισκαν
ευχαρίστηση παίζοντας τους πεσσούς, σε τομάρια βοδιών καθισμένοι,
που τα σφάξαν οι ίδιοι.
Κήρυκες και παιδόπουλα πρόθυμα τους υπηρετούσαν:
άλλοι να σμίγουν σε κρατήρες με νερό κρασί, άλλοι να πλένουν
125 τα τραπέζια με  σφουγγάρια τρυπητά και να τα στήνουν,
κάποιοι να κομματιάζουν άφθονα τα κρέατα.
Πρώτος απ’ όλους ο Τηλέμαχος την είδε, σαν θεός ωραίος˙
ήταν με τους μνηστήρες καθισμένος, κι όμως ταξίδευε ο νους του πικραμένος.
Έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του τον πατέρα του ένδοξο:
130 αν ξαφνικά γύριζε πίσω˙ αν τους μνηστήρες πετούσε έξω απ’ το παλάτι˙
αν έπαιρνε ο ίδιος πάλι την αρχή στα χέρια του, και μέσα στα αγαθά του
βασίλευε σαν πρώτα...
Το όραμα αυτό ανέβαινε στον νου του,πλάι στους μνηστήρες –
κι είδε την Αθηνά. Ευθύς προς την αυλόθυρα έτρεξε, γιατί
135 τον έπιασε η ντροπή, να στέκει τόσην ώρα στην πόρτα του ένας ξένος.
Κοντά της στάθηκε, της έσφιξε το χέρι το δεξί, με τ’ άλλο
πήρε το χάλκινο κοντάρι της, ύστερα την προσφώνησε μιλώντας,
και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Ξένε μου, καλωσόρισες, έλα να σε φιλέψουμε, κι αφού το δείπνο μας
140 χορτάσεις, τότε μας λες τον λόγο της επίσκεψής σου.»
Είπε και τράβηξε μπροστά˙ η Αθηνά Παλλάδα, λάμποντας τα μάτια,
ακολουθούσε, κι οι δυο τους μπήκαν στο μεγάλο δώμα.
Το δόρυ της μετέφερε, για να το στήσει σε ψηλή κολόνα,
το ‘βαλε μέσα στην καλοξυσμένη θήκη, όπου και τ’ άλλα δόρατα
145 περίμεναν, άνεργα και πολλά, του καρτερόψυχου Οδυσσέα.
Ύστερα την οδήγησε σε θρόνο να καθίσει, λεπτουργημένο κι όμορφο,
πάνω του απλώνοντας ύφασμα μαλακό, και στήριγμα στα πόδια της
έσυρε το σκαμνί.
Έφερε πλάι της και το δικό του στολισμένο κάθισμα,
150 παράμερα από τους μνηστήρες, μήπως κι ο ξένος, με τους ξιπασμένους,
χάσει το κέφι του και δεν χαρεί το φαγητό
-ήθελε εξάλλου να ρωτήσει και για τον πατέρα του
που χρόνια τώρα έλειπε στα ξένα.
Τότε μια παρακόρη έφερε νερό, με τ’ όμορφο χρυσό λαγήνι,
155 τα χέρια τους να πλύνουν, κι έχυνε το νερό από ψηλά
σ’ ένα αργυρό λεβέτι˙ μετά τους έσυρε μπροστά γυαλιστερό τραπέζι,
ενώ η σεβαστή κελάρισσα είχε την έγνοια να τους φέρει ψωμί
κι άφθονο φαγητό, ό,τι καλό της βρέθηκε, να τους ευχαριστήσει.
Στα χέρια του σηκώνοντας ο τραπεζάρχης δίσκους με κρέατα
160 κάθε λογής, τους τα παρέθεσε, στο πλάι ακούμπησε κούπες χρυσές,
και κάθε τόσο ο κήρυκας περνούσε, γεμίζοντας κρασί τα κύπελλά τους.
Σε λίγο αγέρωχοι οι μνηστήρες μπήκαν κι αυτοί στην αίθουσα,
πήραν με τη σειρά τους θέση σε θρόνους κι αναπαυτικά καθίσματα.
Τότε τους έχυναν νερό στα χέρια τους οι κήρυκες,
165 δούλες γεμίζαν με ψωμί πλεχτά πανέρια,
έφηβοι τους κρατήρες με πιοτό ξεχείλιζαν,
κι αυτοί τα χέρια τους απλώνουν στο έτοιμο τραπέζι.
Και μόνον όταν κόρεσαν τον πόθο τους με το φαΐ και το πιοτό,
τραβούσε άλλα πια η ψυχή τους: τραγούδι, μουσική, χορό –
170 συμπλήρωμα απαραίτητο σ’ ένα καλό τραπέζι.
Τότε κι ο κήρυκας φέρνει και δίνει την πανέμορφη κιθάρα
στου Φήμιου τα χέρια, που τραγουδούσε στους μνηστήρες από ανάγκη˙
έκρουσε ωστόσο τις χορδές, ψάχνοντας τον σκοπό για ωραίο τραγούδι.
_____________
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο έπος οι αποφάσεις των θεών υλοποιούνται άμεσα: η αρχή γίνεται από τη β’ απόφαση που αφορά στη δράση της Αθηνάς.
Η θεά πετά προς την Ιθάκη [ανάλογο τυπικό ακολουθείται και για τον Ερμή στη ραψ. ε]
και κάνει την εμφάνισή της στο κατώφλι του ανακτόρου του Οδυσσέα με τη μορφή του Μέντη, άρχοντα των Ταφιωτών (ενανθρώπιση). Άλλωστε η εμφάνιση του θεού στους ανθρώπους με τη γνήσια μορφή του (επιφάνεια, θεοφάνεια) αποδεικνύεται συχνά ολέθρια (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εμφάνιση του Δία στη Σεμέλη με όλη του τη μεγαλοπρέπεια, μετά από προτροπή της Ήρας στην άτυχη κόρη –καθώς ο Δίας παρουσιάζεται με τον κεραυνό, η Σεμέλη καίγεται και ο Διόνυσος σώζεται κυοφορούμενος πλέον από τον πατέρα ανθρώπων και θεών στην κνήμη του).
Ο Τηλέμαχος υποδέχεται την Αθηνά-Μέντη –παρόλο που καθόταν κοντά στους μνηστήρες, ονειρευόταν την πανηγυρική επιστροφή του πατέρα του, την αποκατάστασή του στον θρόνο και τη βίαιη αποπομπή των μνηστήρων.
Κατά την υποδοχή και στην πορεία της φιλοξενίας ακολουθείται πλήρως το τυπικό: ο οικοδεσπότης τρέχει στην πόρτα, κάνει εγκάρδια χειραψία, ταυτόχρονα παίρνει το κοντάρι του ξένου και του προτείνει δείπνο, πριν να μάθει ποιος είναι και τι σκοπό έχει. Τον οδηγεί σε θρόνο (προφανώς στο μέγαρο, α142) και κάθεται στο πλάι του, απόμερα από τους μνηστήρες, για να μπορέσει να ρωτήσει σχετικά με τον πατέρα του. Εκεί ετοιμάζεται το δείπνο.
Φιλοξενία παρέχεται και στους μνηστήρες, οι οποίοι φέρονται «σαν στο σπίτι τους». Τα αρχοντόπουλα όμως της Ιθάκης και των γύρω νησιών δεν είναι ευπρόσδεκτα˙ στην περίπτωσή τους συνεπώς δεν έχουμε γνήσια φιλοξενία, παρά «εισβολείς», οι οποίοι εποφθαλμιούν τη σύζυγο του Οδυσσέα, την εξουσία του, την περιουσία του και βέβαια απειλούν τον γιο του και διάδοχο του θρόνου (υπαινιγμός στο επόμενο στάδιο της βασιλείας, την αριστοκρατία). Ακόμη και στη συμπεριφορά πάντως δεν φαίνεται να λειτουργούν οι νεαροί αυτοί κόσμια. Είναι αγέρωχοι και αλαζόνες, ξιπασμένοι, έχουν ξεπεράσει το μέτρο, διέπραξαν ύβρη, μπορούν συνεπώς να περιμένουν την τιμωρία τους. Μετά μάλιστα από την επικείμενη συνέλευση των Ιθακησίων θα έχουν λάβει και την προειδοποίησή τους –θα έχει εκλείψει οποιοδήποτε ελαφρυντικό της στάσης τους.
Τα άλλα πρόσωπα που μνημονεύονται στη συγκεκριμένη ενότητα «υπολείπονται» στην κοινωνική πυραμίδα: πέρα από τα ιερά πρόσωπα των κηρύκων και του αοιδού με την κιθάρα (προσοχή στη ρητή παρατήρηση ότι έψαλλε «από ανάγκη», α172, που θα τον σώσει κατά τη μνηστηροφονία), η οικονόμος, ο τραπεζάρχης, και ακόμη πιο κάτω στην ιεραρχία νεαροί δούλοι και δούλες.
Οι προμήθειες βέβαια, τα σκεύη, τα έπιπλα και τα υφάσματα παραμένουν πλούσια. Χρυσός και ασήμι υπηρετούν την καθημερινότητα στο παλάτι. Τα αγγεία ποικίλα: κρατήρες για την ανάμειξη ύδατος και οίνου (κεράννυμι = αναμειγνύω, κρασί = το μείγμα που προκύπτει) - λαγήνι (κανάτα) για το πλύσιμο των χεριών και λεβέτι (λεκάνη) για να πέφτει το νερό - κούπες. Αγαπημένο παιχνίδι οι πεσσοί, συνήθης αριστοκρατική δραστηριότητα το κυνήγι.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Ανάγνωση Ομήρου Οδύσσειας ΙΙ (μτφρ. Δ. Μαρωνίτη)

Οδύσσεια: α' αγορά των θεών (α26-108), Μετάφραση Δ. Μαρωνίτη
Εκείνον όμως τον καιρό ο Ποσειδώνας είχε ταξιδέψει στους μακρινούς
Αιθίοπες -οι Αιθίοπες στις δύο άκρες του κόσμου μοιρασμένοι
-μισοί όπου ο ήλιος βασιλεύει, μισοί απ' όπου ο ήλιος ανατέλλει.
Πήγε να πάρει μέρος στη θυσία, μιαν εκατόμβη με ταύρους και κριάρια,
30 και τώρα ευφραίνονταν στις τάβλες καθισμένος.
Τότε συνάχτηκαν οι υπόλοιποι θεοί στου ολύμπιου Δία το παλάτι,
όπου εκείνος πρώτος πήρε τον λόγο, ο πατέρας ανθρώπων και θεών.
Στον νου του φέρνοντας, θυμήθηκε τον φημισμένο Αίγισθο,
που τον θανάτωσε ο ξακουστός Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα
35 -αυτόν θυμήθηκε μιλώντας ο θεός στους αθανάτους:
"Αλίμονο, είναι αλήθεια ν' απορείς που θέλουν οι θνητοί να ρίχνουν
στους θεούς τα βάρη τους -έρχεται λένε το κακό από μας -
κι όμως οι ίδιοι, κι από φταίξιμο δικό τους, πάσχουν και βασανίζονται,
και πάνω απ' το γραφτό τους.
40 Έτσι και τώρα ο Αίγισθος, την ορισμένη μοίρα παραβαίνοντας,
πήγε να σμίξει με τη νόμιμη γυναίκα ενός Ατρείδη,
κι αυτόν τον σκότωσε στου γυρισμού την ώρα
γνωρίζοντας τι τιμωρία σκληρή τον περιμένει
-αφού εμείς του στείλαμε τον άγρυπνον αργοφονιά Ερμή με μήνυμα,
45 μήτε εκείνον να σκοτώσει μήτε και τη γυναίκα του να μπλέξει
σε συζυγικό κρεβάτι -αλλιώς θα πέσει στο κεφάλι του η εκδίκηση
του γιου για τον πατέρα, όταν ο Ορέστης, παλικάρι πια,
θελήσει να γυρίσει στην πατρίδα.
Αυτά, με τόση φρόνηση ο Ερμής μιλώντας, του μηνούσε,
50 κι όμως τον νου του Αιγίσθου δεν κατόρθωσε ν' αλλάξει.
Τώρα, ακέριο και μεμιάς, τ' άνομο κρίμα του ξεπλήρωσε."
Αμέσως ανταπάντησε, τα μάτια λάμποντας, η γαλανή Αθηνά:
"Πατέρα μας των αθανάτων, Κρονίδη, των δυνατών ο παντοδύναμος,
καλά κι όπως του ταίριαζε, εκείνος αφανίστηκε και πάει -
55 την ίδια μοίρα να 'χει κι όποιος ανάλογα κριματιστεί.
Εμένα όμως για τον Οδυσσέα φλέγεται η καρδιά μου
-γενναίος αλλά δύσμοιρος, να βασανίζεται με τόσα πάθη,
απ' τους δικούς του χωρισμένος, σε περίβρεχτο νησί,
στον ομφαλό, όπως λένε, της θαλάσσης.
60 Νησί κατάφυτο με δέντρα, και μια θεά το κατοικεί στα δώματά της
-η θυγατέρα του Άτλαντα, που η γνώμη του γυρίζει μόνον στο κακό -
ξέρει καλά αυτός των θαλασσών τα βάθη, και πάνω του σηκώνει
ψηλές κολόνες, να κρατούν τον ουρανό χώρια απ' τη γη.
Η θυγατέρα του λοιπόν τον Οδυσσέα κατακρατεί, δύστυχο κι οδυρόμενο
65 -λόγια γλυκά προφέροντας και μαλακά σαν χάδια,
τον θέλγει ακατάπαυστα, για να ξεχάσει την Ιθάκη. Εκείνος όμως,
βυθισμένος στον καημό του, να δει καπνό της πατρικής του γης ψηλά
να ανηφορίζει, απελπισμένος εύχεται τον θάνατο. Εσένα ωστόσο,
Δία Ολύμπιε, ως πότε αλύγιστη θα παραμένει η βουλή σου; Ο Οδυσσεύς
70 δεν ήταν που θυσίες σού χάριζε στην ευρύχωρη Τροία,
πλάι στ' αργίτικα καράβια;
Πώς και γιατί τόσος θυμός γι' αυτόν, ω Δία;"
Της αντιμίλησε ευθύς ο Δίας που τα σύννεφα συνάζει:
"Κόρη μου εσύ, τι λόγος βγήκε από το στόμα σου ανεμπόδιστος!
75 Πώς θα μπορούσα εγώ να λησμονήσω τον θεϊκό Οδυσσέα;
που ξεχωρίζει η γνώση του απ' τους υπόλοιπους θνητούς,
και στις θυσίες όλους τους άλλους τούς ξεπέρασε, όσες προσφέρονται
στους αθανάτους που κατέχουν τον πλατύ ουρανό;
Όχι εγώ, ο Ποσειδών, της γης κυρίαρχος, αυτός οργίστηκε εναντίον του
80 και επιμένει στον θυμό του για τον Κύκλωπα, γιατί του τύφλωσε
εκείνος  το μοναδικό του μάτι.
Για τον ισόθεο μιλώ Πολύφημο, που η δύναμή του επιβάλλεται μεγάλη
σ' όλους τους Κύκλωπες -τον γέννησε η Θόωσα, του Φόρκη η νεραϊδένια
κόρη, δαίμονα της ατρύγητης θαλάσσης, που την κοιμήθηκε
85 ο Ποσειδών σε θολωτές σπηλιές.
Γι' αυτόν λοιπόν ο κοσμοσείστης Ποσειδών, τον Οδυσσέα,
αν δεν τον εξαφάνισε τελείως, περιπλανώμενο τον θέλει
από την πατρική του γη μακριά.
Τώρα ωστόσο, όλοι εμείς, είναι καιρός τον νόστο του να στοχαστούμε,
90 το πώς θα επιστρέψει. Τότε κι ο Ποσειδών θα σταματήσει την οργή του
-δεν γίνεται να αντιταχθεί στους άλλους αθανάτους,
παρά τη θέληση όλων των θεών, μόνος εκείνος να αντιμάχεται."
Τα μάτια λάμποντας, ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά:
"Πατέρα μας Κρονίδη, των δυνατών ο παντοδύναμος,
95 αν, όπως λες, συγκλίνει πράγματι των μακαρίων η γνώμη, να επιστρέψει
στο δικό του σπίτι ο Οδυσσεύς, με τόση γνώση που κατέχει,
ας στείλουμε αμέσως τον Ερμή, ψυχοπομπό κι αργοφονιά,
στης Ωγυγίας το νησί -με δίχως καθυστέρηση να βρει την καλλιπλόκαμη
νεράιδα και να της πει την απαράβατη εντολή μας,
100 τον νόστο του καρτερικού Οδυσσέα, πως πρέπει να επιστρέψει.
Όσο για μένα, κατεβαίνω τώρα στην Ιθάκη, τον γιο του
να ερεθίσω, τόλμη να βάλω στην καρδιά του, να συγκαλέσει σε συνέλευση
τους Αχαιούς που τρέφουν πλούσια κόμη
-να απαγορεύσει τους μνηστήρες όλους, όσοι κοπαδιαστά του σφάζουν
105 πρόβατα και βόδια, με κέρατα στριφτά, πόδια λοξά στο βάδισμα.
Κι ακόμη στη Σπάρτη θα τον στείλω και στις μεγάλες αμμουδιές
της Πύλου, να μάθει, αν κάπου ακούσει, τον νόστο του πατέρα του
-έτσι θα κατακτήσει φήμη στους ανθρώπους, που λαμπρή θα μείνει."

Σ' αυτή την α' αγορά των θεών λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις για τον νόστο του Οδυσσέα:
α' ο Ερμής θα ειδοποιήσει την Καλυψώ ότι πρέπει να απελευθερώσει τον ήρωα
β' η Αθηνά θα επισκεφθεί στην Ιθάκη τον Τηλέμαχο και θα τον ενθαρρύνει, ώστε
-β1 να καλέσει τους Ιθακησίους σε συνέλευση, όπου θα αποπέμψει επίσημα τους μνηστήρες
-β2 να ταξιδέψει σε Πύλο και Σπάρτη αναζητώντας ειδήσεις για τον πατέρα του, προκειμένου να αποκτήσει φήμη.
[Στην πορεία τίθεται σε εφαρμογή πρώτα η β' απόφαση (σχήμα χιαστό, συχνή εφαρμογή στην προφορική σύνθεση).]

Κατά την αφήγηση της αγοράς ακούμε χρήσιμα στοιχεία
-για τους θεούς:
(1) Δίας, πατέρας ανθρώπων και θεών (α32), Ολύμπιος (α31, 69), συνάζει τα σύννεφα (α73)
(2) Ποσειδών, απουσιάζει (χρήσιμη απουσία) στους Αιθίοπες, όπου απολαμβάνει τη θυσία τους, της γης κυρίαρχος (α79), οργισμένος με τον Οδ. για την τύφλωση του Πολύφημου (α79 κ.ε.), αναβάλλει τη μοίρα του Οδ. (νόστο), κοσμοσείστης (86)
(3) Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, γαλανή (α52) -σταθερά (;) στο πλευρό του Οδυσσέα
(4) κατώτερη θεά η Καλυψώ (α60κ.ε.), κόρη του Άτλαντα [γενεαλογία]
(5) Ερμής, ψυχοπομπός και αργοφονιάς (α44, 97), αγγελιαφόρος των θεών (α44, 97)

-για τους θνητούς
(1) Αίγισθος - μη αίσια κατάληξη σε νόστο Αγαμέμνονα
Η Κλυταιμήστρα, σύζυγος του Αγαμέμνονα, παραμένει το πρώτο διάστημα πιστή στον σύζυγό της. Φρουρός της είναι μάλιστα ένας αοιδός. Την παρασύρει όμως ο ξάδερφος του Αγαμέμνονα, Αίγισθος, ο οποίος συνδέεται μαζί της ερωτικά και συνωμοτεί για τον φόνο του βασιλιά και της αιχμάλωτής του κόρης του Πριάμου Κασσάνδρας μετά την επάνοδο στην πατρίδα. Ο Ορέστης ήταν τότε μικρός και εξορίστηκε. Όταν όμως ενηλικιώθηκε, επέστρεψε και σκότωσε το παράνομο ζευγάρι εκδικούμενος τον θάνατο του πατέρα του.
Η αντιστοιχία των δύο μύθων είναι "χρήσιμη" για το ποιητικό παρόν (μυθολογικό παράδειγμα):
Αίγισθος - μνηστήρες
Κλυταιμήστρα - Πηνελόπη
Αγαμέμνονας - Οδυσσέας
Ορέστης - Τηλέμαχος
[με δύο αναλογίες α + δ και δύο αντιθέσεις β+γ]

(2) Οδυσσέας,
γενναίος αλλά δύσμοιρος, να βασανίζεται με τόσα πάθη (α57)
δύστυχος και οδυρόμενος, νοσταλγός (α64κ.ε.)
ευσεβής, πρόσφερε θυσίες στους θεούς στην Τροία (α69 κ.ε., 76-77)
καρτερικός (α100)

(3) Τηλέμαχος,
θα αποκτήσει θάρρος (α102 κ.ε.) και φήμη (α108)

-για τη σχέση θεών - θνητών μέσω της ευθύνης που αναλογεί στους θνητούς για την εξέλιξή τους:
οι θνητοί αποδίδουν στους θεούς τις συμφορές τους ξεχνώντας τη δική τους ευθύνη (α36κ.ε., βλ. και νήπιους εταίρους στο προοίμιο)

-για τα "ανθρώπινα" χαρακτηριστικά των θεών (ανθρωπομορφισμός):
α30 ο θεός ευφραίνεται με τη θυσία
α31κ.ε. συμβούλιο θεών, με την ευκαιρία μάλιστα της απουσίας του Ποσειδώνα
α69κ.ε. οι θυσίες παρουσιάζονται ως προσφορά ικανή να εξασφαλίσουν θεϊκή εύνοια (do ut des, προσφέρω, για να εξασφαλίσω κάτι σε αντάλλαγμα)
α79κ.ε. ο Ποσειδών οργίζεται για τη συμφορά του γιου του και διώκει τον Οδυσσέα
κοκ.

-για τις περιπέτειες του Οδ.
(Καλυψώ) α58 κ.ε.
(Πολύφημος) α79 κ.ε. [γενεαλογία α83 κ.ε.] 

Ανάγνωση Ομήρου Οδύσσειας Ι (μτφρ. Δ. Μαρωνίτη)

Προοίμιο Οδύσσειας α1-25, μετάφραση Δ. Μαρωνίτη
1 Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε            
ως τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας
πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
5 κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,                
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του
τον γυρισμό. Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ' τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,
10 νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια                                                 
του υπέρλαμπρου Ήλιου -κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία, κόρη του Δία,
και πες την και σ' εμάς.
Τότε λοιπόν οι άλλοι, όσοι ξέφυγαν τον άθλιον όλεθρο, όλοι τους ήσαν
15 σπίτι τους, γλιτώνοντας κι απ' του πολέμου κι απ' της θάλασσας τη μάχη.     
Μόνον εκείνον, που τον παίδευε πόθος διπλός, του γυρισμού
και της γυναίκας του, τον έκρυβε κοντά της μια νεράιδα,
η Καλυψώ, θεά σεμνή κι αρχοντική, στις θολωτές σπηλιές της,
γιατί τον ήθελε δικό της άντρα.
20 Κι όταν με του καιρού τ' αλλάγματα, ο χρόνος ήλθε που του ορίσαν οι θεοί    
να δει κι αυτός το σπίτι του, να φτάσει στην Ιθάκη,
ούτε κι εκεί δεν έλειψαν αγώνες, κι ας ήταν πια με τους δικούς του.
Ωστόσο τώρα τον συμπαθούσαν οι θεοί, όλοι εκτός του Ποσειδώνα
-αυτός σφοδρό κρεμούσε τον θυμό του πάνω στον θεϊκό Οδυσσέα,
25 προτού πατήσει της πατρίδας του το χώμα.                                                           

Πριν από το κύριο άσμα μια εισαγωγή σε πρόσωπα και πράγματα:
-ο πρωταγωνιστής,
πολυμήχανος,
πολυταξιδεμένος,
κατακτητής της Τροίας,
γεμάτος εμπειρίες,
πολύπαθος,
φιλέταιρος,
δεν μπόρεσε να σώσει τους συντρόφους,
νοσταλγός,
αγαπά τη γυναίκα του, αν και είναι παγιδευμένος από την Καλυψώ,
περιπέτειες και στην Ιθάκη,
αγαπητός στους θεούς με εξαίρεση τον Ποσειδώνα που τον μισεί
-οι σύντροφοι,
που χάθηκαν από δικό τους σφάλμα (ἁμαρτία), επειδή έφαγαν τα βόδια του Ήλιου (Θρινακία)
-οι άλλοι ήρωες της Τροίας όσοι γλίτωσαν από τον πόλεμο και από τη θάλασσα βρίσκονταν ήδη στην πατρίδα τους (αίσιος νόστος)
-η γυναίκα του πρωταγωνιστή
-η Καλυψώ νεράιδα
-οι θεοί που δρομολογούν τον νόστο του ήρωα
-ο Ποσειδώνας που τον εχθρεύεται.  

Και επιπλέον με την επίκληση της Μούσας (α1, 12) παράλληλη αναφορά και στην τεχνική αφήγησης:
α12 από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία
Αν φανταστούμε μία ευθύγραμμη πορεία του Οδυσσέα από την Τροία (Α) - προς τη Θρινακία (Β) - την Καλυψώ (Γ) - την Ιθάκη (Δ),
καταλαβαίνουμε ότι ο Όμηρος δεν προτίθεται να την ακολουθήσει. Αποφασίζει να ξεκινήσει το άσμα του από το Γ (Καλυψώ) -στη μέση των πραγμάτων (in medias res, όχι ab ovo [= από την αρχή]).
Και τι συμβαίνει με ό,τι προηγείται; Απλώς παραλείπεται;
Όταν φθάσει ο ήρωας στους Φαίακες, στη Σχερία, θα ανοίξει μία μεγάλη παρένθεση, όπου θα εγκιβωτισθούν όλες οι περιπέτειες από την Τροία μέχρι την Καλυψώ. Θα τις αφηγηθεί σε α' πρόσωπο ο Οδυσσέας στους Φαίακες, που τον παρακολουθούν άναυδοι.