Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2008

Απαρέμφατο (Β' Γυμνασίου, επαν. ύλης α' γυμν.)


ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ

Ἀλέξανδρος ὁ Φιλίππου ἐμάνθανε θηρεύειν, τοξεύειν, κιθαρίζειν καὶ γράφειν˙ ὁ γὰρ Φίλιππος ἐβούλετο αὐτὸν παιδεῦσαι, ὥστε τέλειον εἶναι. Καθ’ ἑκάστην οὖν προέκοπτεν ἐπὶ τὸ θηρεύειν καὶ τοξεύειν, περὶ δὲ τὸ κιθαρίζειν καὶ γράφειν οὐκ εἶχε σπουδήν.
Λέγεται δήποτε τὸν διδάσκαλον κελεῦσαι αὐτὸν κροῦσαι χορδήν τινα ἀντ’ ἄλλης. Ἀλέξανδρος δ’ ὅμως λέγει τῷ διδασκάλῳ˙ «Καὶ τί διαφέρει, ἂν ταύτην ἀντ’ ἐκείνης κρούσω;» Ὁ δ’ ἀποκρίνεται ὅτι τῷ μέλλοντι βασιλεύειν οὐδὲν διαφέρει, ἀλλὰ τῷ βουλομένῳ θεραπεῦσαι τὰς τέχνας˙ οὕτω γὰρ ἤλπιζεν αὐτὸν μαλακοῖς λόγοις παιδεύσειν.

π.χ. θηρεύειν: αντικείμενο στο «ἐμάνθανε», τελικό απαρ.
Υ στο θηρεύειν: Ἀλέξανδρος, σε ονομ., γιατί έχουμε ταυτοπροσωπία

άρα:

1. διακρίνουμε ποια είναι η σχέση του απαρεμφάτου με το ρήμα (π.χ. Α, Υ, κοκ.)
2. αναγνωρίζουμε τελικό [να] ή ειδικό [ότι] απαρ.
[στα ΝΕ αντίστοιχα: βουλητική και ειδική πρόταση]
3. αναζητούμε το Υ στο απαρ.
α. αν είναι ίδιο με το Υ του Ρ, μπαίνει σε ονομ., γιατί έχουμε ταυτοπροσωπία
β. αν είναι διαφορετικό, μπαίνει σε αιτ., γιατί έχουμε ετεροπροσωπία
4. αναζητούμε συμπληρώματα και προσδιορισμούς στο απαρ.

ΠΡΟΣΟΧΗ:
*** Το τελικό απαρ. δεν μπαίνει σε χρόνο μέλλοντα.
*** Τα ρ. ὑπισχνοῦμαι, ἐπαγγέλλομαι, ὄμνυμι, ἐλπίζω, προσδοκῶ συντάσσονται με απαρ. σε χρόνο μέλλοντα που χαρακτηρίζεται ειδικό (αποδίδεται με να / ότι).
Τι συμβαίνει όμως όταν το ρήμα από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο είναι απρόσωπο;

π.χ. το «δεῖ» (= χρειάζεται) είναι απρόσωπο, γιατί δεν έχει ως Υ ένα πρόσωπο / πράγμα

Στα ΝΕ:
Χρειάζεται να προσέξεις πολύ.
Υ στο «χρειάζεται» είναι η δευτερεύουσα πρόταση «να προσέξεις πολύ».
Σκεφτείτε:
το απαρ. μπορεί να έχει ως Υ τον εαυτό του;


Στα ΑΕ:
Δεῖ γράμματα μαθεῖν.
Υ στο «δεῖ» είναι το απαρέμφατο «μαθεῖν».

Άρα:
μαθεῖν: Υ στο «δεῖ», τελικό απαρ.
Υ στο μαθεῖν: τινά, σε αιτιατική, γιατί έχουμε ετεροπροσωπία.

*** Συχνά στην απρόσωπη σύνταξη συναντούμε μια δοτική που φανερώνει το πρόσωπο για το οποίο υπάρχει ή γίνεται κάτι, τη δοτική προσωπική.
π.χ. ἔδοξεν αὐτοῖς πορεύεσθαι.

Ιστορικό πλαίσιο ευριπίδειας "Ελένης": άρθρο Αυγ. Ζενάκου στην εφ. Βήμα



ΣΙΚΕΛΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (415-413 π.X.)
H MAXH

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΖΕΝΑΚΟΣ













Ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης περιέγραψε
τα 20 από τα 27 χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου.

O Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-404 π.X.) χωρίζεται σε δύο περιόδους. Κατά τη διάρκεια της πρώτης, η οποία διήρκεσε 10 χρόνια και ονομάστηκε Αρχιδάμειος πόλεμος, από τον σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδαμο B' που είχε εισβάλει στην Αττική, είχαν γίνει ανάμεσα στην Αθήνα και στη Σπάρτη, τις δύο κορυφαίες πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας και ηγέτιδες των δύο εμπολέμων παρατάξεων, απόπειρες για τον τερματισμό του με συμβιβαστική λύση. Καμία όμως από αυτές δεν είχε οδηγήσει στη σύναψη ειρήνης και στην οριστική κατάπαυση των εχθροπραξιών, στις οποίες είχε εμπλακεί το σύνολο του ελληνικού κόσμου.

H σημαντικότερη από αυτές τις απόπειρες ήταν η λεγόμενη Νικίειος ειρήνη, η οποία ήρθε ύστερα από 10 χρόνια πολέμου, το 421 π.X., και όφειλε το όνομά της στον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Νικία, ένθερμο υποστηρικτή της ειρηνικής διευθέτησης. H συμφωνία ήταν προς το συμφέρον της Αθήνας, νίκη της ουσιαστικά, αφού οι σύμμαχοι της Σπάρτης δεν είχαν όλοι δεχθεί να υπογράψουν την ειρήνη, και έτσι η Αθήνα είχε απέναντί της διαιρεμένους αντιπάλους, με εξουδετερωμένο, χάρη στη συμφωνία, τον μόνο επίφοβο από αυτούς.
H Νικίειος ειρήνη ωστόσο δεν επρόκειτο να αποδειχθεί οριστική. Οι σημαντικότεροι από τους όρους της δεν τηρήθηκαν και τα έξι χρόνια που διήρκεσε υπήρξαν ιδιαιτέρως ανήσυχα, με έντονες διπλωματικές ζυμώσεις και αλλαγές στρατοπέδου από τις διάφορες δυνάμεις, καθώς και με σοβαρές περιφερειακές συγκρούσεις.

Μία από τις αγριότερες μεταξύ αυτών των συγκρούσεων έλαβε χώρα στη νήσο Μήλο το 416 π.X. Ηδη με την έναρξη του πολέμου η Μήλος είχε υιοθετήσει στάση ουδετερότητας. Μολοντούτο, το 426 π.X. οι Αθηναίοι είχαν επιχειρήσει να της επιβάλουν την ηγεμονία τους. Επικεφαλής ισχυρής δύναμης ο Νικίας είχε τότε αποβιβαστεί στο έδαφός της, αλλά αντιμετώπισε τη σθεναρή αντίσταση των Μηλίων, τους οποίους δεν κατόρθωσε να καθυποτάξει, και έτσι περιορίστηκε να λεηλατήσει το νησί.

Δέκα χρόνια αργότερα η Αθήνα πρόβαλε την ίδια απαίτηση υποσχόμενη αυτή τη φορά ότι δεν επρόκειτο να λάβει μέτρα κατά της Μήλου, αν το νησί δεχόταν να καταβάλει τον συμμαχικό φόρο. Οι Μήλιοι αρνήθηκαν πάλι να υποταχθούν εμμένοντας στην ουδετερότητα και αντιστάθηκαν πεισματικά στην εισβολή των Αθηναίων. Τελικά όμως ηττήθηκαν, και οι Αθηναίοι κατέλαβαν τη Μήλο. Για τιμωρία οι νικητές θανάτωσαν όλους τους μάχιμους άρρενες κατοίκους της και δούλωσαν τα γυναικόπαιδα.






Αλλά η επιχείρηση που επρόκειτο να αποτελέσει μοιραίο πλήγμα για την ειρήνη και να οδηγήσει ουσιαστικά στην έναρξη της δεύτερης περιόδου του Πελοποννησιακού Πολέμου ήταν η ολέθρια για τους Αθηναίους εκστρατεία τους στη Σικελία (415-413 π.X.). Εκεί δόθηκε η κρισιμότερη μάχη όλου του Πελοποννησιακού Πολέμου, η οποία και προκαθόρισε σε μεγάλο βαθμό την έκβασή του ύστερα από μία δεκαετία. Ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης, ο οποίος έζησε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και είχε ενεργό συμμετοχή σε αυτόν και περιέγραψε τα πρώτα 20 από τα 27 χρόνια του στη λεγόμενη Συγγραφή του, αφιερώνει στην εξιστόρηση της σικελικής εκστρατείας τα συγκλονιστικότερα κεφάλαια του αθάνατου έργου του.

Αφορμή για την εκστρατεία υπήρξε η Εγεστα, πόλη της Βορειοδυτικής Σικελίας, η οποία, ευρισκόμενη σε σύγκρουση με τον γειτονικό της Σελινούντα, υποστηριζόμενο από τις Συρακούσες, έστειλε στην Αθήνα αντιπροσώπους της, για να ζητήσει βοήθεια επικαλούμενη παλαιούς συμμαχικούς δεσμούς. Αλλά η πραγματική αιτία του παράτολμου εγχειρήματος των Αθηναίων ήταν η επιθυμία τους να κατακτήσουν όλη τη Σικελία. Οι χαλκευμένες ειδήσεις για τον πλούτο της Εγεστας παρόξυναν αυτή την επιθυμία τους, την οποία εκμεταλλεύθηκε επιδέξια ο φιλόδοξος νεαρός πολιτικός Αλκιβιάδης.

H απόφαση και η ιεροσυλία















Ο Αθηναίος οπλίτης αποχαιρετά τη σύζυγό του. Παράσταση σε λευκή λήκυθο του 5ου αιώνα π.X. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)


Γόνος αρχοντικής και πλούσιας οικογένειας ο Αλκιβιάδης, ο οποίος είχε χάσει μικρός τον πατέρα του και μεγάλωσε υπό την κηδεμονία του συγγενούς του μεγάλου Αθηναίου πολιτικού Περικλή, ήταν ιδιαίτερα ευειδής, ευφυής και ευφραδής. Ήταν όμως επίσης ανενδοίαστος, ανεύθυνος και ανερμάτιστος, και διήγε έκλυτο βίο. Στη σικελική εκστρατεία είδε την ευκαιρία να ικανοποιήσει την άμετρη φιλοδοξία του για αναγνώριση και δύναμη. Με τις ομιλίες του προς τους Αθηναίους πολίτες κατόρθωσε να τους πείσει ότι η εκστρατεία έπρεπε να γίνει, υπερισχύοντας του συνετού Νικία, ο οποίος στις δικές του ομιλίες είχε ταχθεί κατά του εγχειρήματος. Αποφασίστηκε μάλιστα να είναι ο Αλκιβιάδης ένας από τους τρεις στρατηγούς της εκστρατείας μαζί με τον Λάμαχο και τον διόλου πρόθυμο Νικία.

Καταπιάστηκαν λοιπόν οι Αθηναίοι με τις προετοιμασίες για τη μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση, αλλά λίγο προτού το εκστρατευτικό σώμα αναχωρήσει για τη Σικελία, τρομερό σκάνδαλο ξέσπασε στην Αθήνα: ένα πρωί οι τετράπλευρες ερμαϊκές στήλες που είχαν λαξευμένη επάνω τους γενειοφόρο κεφαλή του Ερμή και που ήταν τοποθετημένες σε διάφορα σημεία της πόλης, οι Ερμαί, όπως τις έλεγαν, βρέθηκαν με τα πρόσωπα σπασμένα («περιεκόπησαν τα πρόσωπα» λέει ο Θουκυδίδης). H ιερόσυλη πράξη αναστάτωσε τους Αθηναίους. Την ερμήνευσαν ως άσχημο οιωνό εν όψει της εκστρατείας αλλά και της απέδωσαν πολιτική σημασία θεωρώντας τη μέρος συνωμοσίας για την ανατροπή της δημοκρατίας. Όρισαν λοιπόν υψηλή αμοιβή για όποιον θα έδινε στις αρχές πληροφορίες σχετικά με τους δράστες του εγκλήματος.
Οι ένοχοι, οι ερμοκοπίδες, όπως τους είπαν, δεν βρέθηκαν. Οι φήμες όμως έδειχναν προς τον κύκλο του Αλκιβιάδη, για τον οποίο καταγγέλθηκε επίσης με την ευκαιρία ότι είχε βεβηλώσει τα ελευσίνια μυστήρια παρωδώντας τα. Οι πολιτικοί αντίπαλοί του, που τον έβρισκαν εμπόδιο στις επιδιώξεις τους να κυριαρχήσουν στην πόλη, εξερέθιζαν τα πνεύματα. Ο ίδιος ο Αλκιβιάδης δήλωνε πρόθυμος να δικαστεί και να θανατωθεί, αν κρινόταν ένοχος των κατηγοριών που του αποδίδονταν. H τελική απόφαση ήταν να αναχωρήσει ο Αλκιβιάδης μαζί με το εκστρατευτικό σώμα και να δικαστεί μετά την επιστροφή του από τη Σικελία.

Ο απόπλους του στόλου













Ο ναός της Αθηνάς στις Συρακούσες


Στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία υπήρχαν τότε αρκετές ακμάζουσες ελληνικές πόλεις, με ισχυρότερη ανάμεσά τους τις Συρακούσες, που λόγω της ισχύος τους αποτελούσαν πηγή ανησυχίας για πολλές από τις υπόλοιπες, οι οποίες είχαν κατά καιρούς ζητήσει βοήθεια από την Ελλάδα για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Οι Σικελιώτες και οι Ιταλιώτες, δηλαδή οι κάτοικοι των ελληνικών πόλεων της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, είχαν οι περισσότεροι δεσμούς με κάποια από τις πόλεις της μητροπολιτικής Ελλάδας. Αλλά οι μεταξύ τους πόλεμοι τους απασχολούσαν τόσο που δεν τους άφηναν περιθώρια για να ενδιαφερθούν εμπράκτως για τα τεκταινόμενα προς Ανατολάς. Το ίδιο άλλωστε ίσχυε λίγο-πολύ και για τις ελλαδικές πόλεις, με εξαίρεση την Αθήνα, η οποία, στο πλαίσιο της γενικότερης επεκτατικής πολιτικής της, είχε και άλλοτε επιχειρήσει να βάλει πόδι στη Σικελία αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Αυτό το κατακτητικό όνειρο ήρθε να αφυπνίσει τώρα ο Αλκιβιάδης με τη θερμή συνηγορία του υπέρ της εκστρατείας στη Σικελία. Ο στόλος που ξεκίνησε από τον Πειραιά κατά τα μέσα του καλοκαιριού του 415 π.X. ήταν ο εντυπωσιακότερος που είχε ποτέ αποπλεύσει από ελληνικό λιμάνι. Ο Θουκυδίδης εξαίρει με ζωηρά χρώματα τον πλούτο των εφοδίων του και την τελετουργική λαμπρότητα του απόπλου, και οι σκηνές εκείνου του πρωινού όπως τις περιγράφει καλύπτουν μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του. Ολος ο πληθυσμός της Αθήνας είχε κατέβει στο λιμάνι, «τους σφετέρους εαυτών έκαστοι προπέμποντες, οι μεν εταίρους, οι δε υιείς, και μετ' ελπίδος τε άμα ιόντες και ολοφυρμών, τα μεν ως κτήσοιντο, τους δ' εί ποτε όψοιντο, ενθυμούμενοι όσον πλουν εκ της σφετέρας απεστέλλοντο» («για να ξεπροβοδίσουν ο καθένας τους δικούς του, άλλοι τους φίλους τους, άλλοι τα παιδιά τους, και πορεύονταν με ελπίδα και μαζί με κλάματα, από τη μία για τα όσα θα αποκτούσαν και από την άλλη επειδή άραγε θα τους ξανάβλεπαν, καθώς αναλογίζονταν πόσο μακριά από την πατρίδα ήταν το ταξίδι για το οποίο ξεκινούσαν»).

Πρώτος σταθμός του εκστρατευτικού σώματος ήταν η Κέρκυρα, όπου οι Αθηναίοι και όσοι από τους συμμάχους τους είχαν ξεκινήσει μαζί τους συναντήθηκαν με τις υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις. Για τη Σικελία απέπλευσαν συνολικά περίπου 150 πλοία, πολεμικά και βοηθητικά, και περισσότεροι από 5.000 άνδρες, από τους οποίους Αθηναίοι ήταν σχεδόν το ένα τρίτο. Ακόμη, σύμφωνα με υπολογισμούς, τα πληρώματα των πλοίων και μόνο υπερέβαιναν τις 25.000 άνδρες. Οι πόλεις της Σικελίας δεν υποδέχθηκαν καθόλου φιλικά το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα. Οι περισσότερες δεν του επέτρεψαν την είσοδο στο έδαφός τους, μερικές μάλιστα του αρνήθηκαν ακόμη και τον ανεφοδιασμό με νερό.

H πανωλεθρία στις Επιπολές









Το αρχαίο θέατρο στις Συρακούσες




Οι στρατηγοί κατάστρωναν ακόμη τα σχέδια των κινήσεών τους και οι επιχειρήσεις στη Σικελία δεν είχαν καλά-καλά αρχίσει, όταν ένα αναπάντεχο γεγονός ήρθε να αναστατώσει το στράτευμα: η Αθήνα ανακαλούσε τον Αλκιβιάδη για να τον δικάσει για τις κατηγορίες που τον βάραιναν, είχε μάλιστα στείλει στη Σικελία για να τον παραλάβει το ειδικό ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία. Ο Αλκιβιάδης έδειξε να υποτάσσεται πειθήνια στην εντολή, αλλά καθ' οδόν προς την Αθήνα ξεγέλασε τη συνοδεία και δραπέτευσε για να καταφύγει στον εχθρό, στη Σπάρτη. H απροσδόκητη αυτή εξέλιξη ανέτρεψε τα στρατηγικά σχέδια των Αθηναίων και είχε σοβαρή αρνητική επίδραση στο ηθικό του στρατού.

Κατά το πρώτο διάστημα μετά την άφιξή τους στη Σικελία οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους επιδόθηκαν σε επιχειρήσεις ήσσονος σημασίας και σε μετακινήσεις του στρατοπέδου τους. Αυτή η έλλειψη αποφασιστικής δράσης εκ μέρους τους έδωσε την ευκαιρία στους Συρακουσίους, υπό την ηγεσία του συντηρητικού πολιτικού Ερμοκράτη, να ενισχύσουν την άμυνά τους τόσο με αύξηση του έμψυχου υλικού όσο και με βελτίωση των οχυρώσεων. Επίσης οι Συρακούσιοι έστειλαν αντιπροσωπεία στη Σπάρτη και στην Κόρινθο για να ζητήσουν βοήθεια.
Την άνοιξη του 414 π.X. οι επιχειρήσεις μπήκαν σε αποφασιστικό στάδιο για την τελική επίθεση κατά των Συρακουσών. Στις προκαταρκτικές συμπλοκές γύρω από την πόλη οι Αθηναίοι αναδεικνύονταν νικητές, ενώ άρχισαν και να οικοδομούν τείχος για τον αποκλεισμό της από την ξηρά. Οι Συρακούσιοι δοκίμασαν να τους εμποδίσουν αλλά ο εχθρός εξουδετέρωνε τις απόπειρές τους. Σε μια από τις συμπλοκές σκοτώθηκε ο Λάμαχος αφήνοντας τον Νικία μόνο του στην ηγεσία του εκστρατευτικού σώματος. Παρ' όλα αυτά η κατάσταση ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή για τους Αθηναίους και φάνηκε ότι οι Συρακούσες δεν θα αργούσαν να πέσουν στα χέρια τους.

H κατάσταση άλλαξε όταν οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να ακολουθήσουν τις συμβουλές του Αλκιβιάδη και να στείλουν ενισχύσεις στις Συρακούσες. Ανέθεσαν τη διοίκηση στον στρατηγό Γύλιππο, που έφθασε στη Σικελία επικεφαλής δυνάμεων της πελοποννησιακής συμμαχίας, τις οποίες λίγο αργότερα ακολούθησαν και άλλες.

Τα πράγματα τώρα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο δύσκολα για τους Αθηναίους. Οι συγκρούσεις με τον εχθρό έφθειραν τις δυνάμεις τους και οι αντίπαλοί τους έπαιρναν το πάνω χέρι. Ο Νικίας ανησυχούσε σοβαρά για την τύχη του εκστρατευτικού σώματος. Ζήτησε λοιπόν ενισχύσεις από την Αθήνα, οι οποίες έφθασαν σε δύο τμήματα και με αρκετή καθυστέρηση, το πρώτο την άνοιξη του 413 π.X. υπό τον στρατηγό Ευρυμέδοντα και το δεύτερο μετά τα μέσα Ιουλίου του ίδιου χρόνου υπό τον στρατηγό Δημοσθένη.

Με την άφιξη των ενισχύσεων οι Αθηναίοι αναθάρρησαν και θέλησαν να πάρουν ξανά στα χέρια τους την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ετσι ο Δημοσθένης αποφάσισε να επιτεθεί κατά των Επιπολών, οχυρωμένου και απόκρημνου οροπεδίου στα βόρεια των Συρακουσών. Ξεκίνησε νωρίς κάποια νύχτα οδηγώντας τον στρατό ενώ ο Νικίας έμεινε κάτω, κοντά στα τείχη της πόλης. H πρώτη φάση της επιχείρησης πήγε καλά για τους επιδρομείς. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους, που δεν περίμεναν την επίθεση, αιφνιδιάστηκαν και δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν. Πρώτη προέβαλε αντίσταση μια μονάδα Βοιωτών, οι οποίοι κατόρθωσαν όχι μόνο να ανακόψουν την επίθεση των Αθηναίων αλλά και να τους τρέψουν σε φυγή.

Από τη στιγμή εκείνη και μετά οι Αθηναίοι περιήλθαν σε απερίγραπτη σύγχυση. Ηταν νύχτα και υπήρχε βέβαια «σελήνη λαμπρά», λέει ο Θουκυδίδης, αλλά το φως της δεν επαρκούσε για να διακρίνονται οι λεπτομέρειες. Πολλοί οπλίτες και των δύο στρατών στριφογύριζαν σαν χαμένοι σε έναν στενό χώρο. Από τους Αθηναίους άλλοι είχαν ήδη ηττηθεί, άλλοι συνέχιζαν τις εφορμήσεις τους και άλλοι εξακολουθούσαν να ανεβαίνουν στο οροπέδιο και δεν ήξεραν προς τα πού να κατευθυνθούν. Οι Συρακούσιοι από την πλευρά τους εκμεταλλεύθηκαν με τον καλύτερο τρόπο τη σύγχυση του εχθρού προκαλώντας του μεγάλες απώλειες. Μερικοί Αθηναίοι ρίχνονταν στον γκρεμό και σκοτώνονταν. Αλλοι κατόρθωσαν να επιστρέψουν στο στρατόπεδό τους και να σωθούν. Αλλοι τέλος έχασαν τον δρόμο και κατέληξαν στην πεδιάδα. Αυτούς, όταν ξημέρωσε, τους περικύκλωσε το ιππικό των Συρακουσίων και τους έσφαξε.

H τρομερή ναυμαχία











Ο Αλκιβιάδης είδε στη Σικελική Εκστρατεία την ευκαιρία να ικανοποιήσει την άμετρη φιλοδοξία του





Το θλιβερό επεισόδιο των Επιπολών προβλημάτισε τους αθηναίους στρατηγούς που είδαν τώρα με μεγαλύτερη ενάργεια πόσο εξαντλημένος ήταν ο στρατός από τη μακρά παραμονή σε ξένη χώρα, από τις συνεχείς μάχες και τις κακουχίες και από την ελονοσία, καθώς είχε καλοκαιριάσει και η περιοχή ήταν βαλτώδης. Ο Δημοσθένης πρότεινε τον τερματισμό της εκστρατείας και την επιστροφή στην πατρίδα. Ο Νικίας αντιτάχθηκε αρχικά σε αυτή την πρόταση με επιχειρήματα κυρίως πολιτικά αλλά και στρατιωτικά. Οι αντιρρήσεις του όμως δεν άργησαν να καμφθούν καθώς η κατάσταση χειροτέρευε διαρκώς για τους Αθηναίους.

Δόθηκε λοιπόν η διαταγή να διαλυθεί το στρατόπεδο. Οταν όμως όλα είχαν ετοιμαστεί για την αποχώρηση, έγινε έκλειψη σελήνης. Οι περισσότεροι Αθηναίοι τη θεώρησαν κακό οιωνό και ζήτησαν να αναβληθεί η αποχώρηση. Ο Νικίας, υπερβολικά προληπτικός («ην γαρ τι και άγαν θειασμώ τε και τω τοιούτω προσκείμενος» λέει ο Θουκυδίδης), αρνήθηκε να δώσει τη διαταγή της αποχώρησης προτού παρέλθουν 27 ημέρες (τρεις φορές εννέα), όπως είχαν υποδείξει οι μάντεις.

Οι Συρακούσιοι εν τω μεταξύ, αντιλαμβανόμενοι τις δυσκολίες των αντιπάλων τους και έχοντας λάβει και άλλες ενισχύσεις, άρχισαν να επιτίθενται τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, στο κεντρικό λιμάνι της πόλης τους, όπου βρισκόταν ο αθηναϊκός στόλος. Την πρώτη ημέρα της επίθεσής τους επέφεραν μικρές απώλειες στους Αθηναίους στην ξηρά. Την επομένη επιτέθηκαν με 76 πλοία ενώ ταυτόχρονα το πεζικό τους εξαπέλυε επίθεση στην ξηρά. Οι Αθηναίοι αντιπαρέταξαν 86 πλοία. Ο Ευρυμέδων με το δεξιό κέρας του αθηναϊκού στόλου επιχείρησε να περικυκλώσει τα εχθρικά πλοία αλλά παρασύρθηκε προς την ξηρά και οι Συρακούσιοι, αφού εξουδετέρωσαν το κέντρο του αθηναϊκού σχηματισμού, τον απομόνωσαν στον μυχό του λιμανιού και τον σκότωσαν καταστρέφοντας το πλοίο του και όσα άλλα πλοία τον είχαν ακολουθήσει. Κατόπιν καταδίωξαν και τα υπόλοιπα αθηναϊκά πλοία και τα εξώθησαν προς τη στεριά.

Ο Γύλιππος από την ξηρά, βλέποντας τα διαδραματιζόμενα, έσπευσε με μέρος του στρατού του να καταλάβει την παραλία για να εξολοθρεύσει τους Αθηναίους που έβγαιναν από τα πλοία και για να βοηθήσει τους Συρακουσίους να τα καταλάβουν και να τα τραβήξουν στη στεριά. Προσέτρεξαν και άλλοι Συρακούσιοι καθώς και σύμμαχοί τους, αλλά οι Αθηναίοι υπερίσχυσαν, τους έτρεψαν σε φυγή σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς, και έσωσαν τα περισσότερα πλοία τους, τα οποία συγκέντρωσαν κοντά στο στρατόπεδό τους.

Οι Συρακούσιοι όμως δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. H επόμενη κίνησή τους ήταν να φράξουν το στενό στόμιο του λιμανιού παρατάσσοντας δίπλα δίπλα διαφόρων ειδών αγκυροβολημένα σκάφη ώστε τα αθηναϊκά πλοία να μην μπορούν να εκπλεύσουν.

Τα αθηναϊκά πλοία ξεκίνησαν αμέσως προς το φράγμα για να προσπαθήσουν να εκβιάσουν την έξοδό τους. Οι Συρακούσιοι, αφού τοποθέτησαν μερικά δικά τους πλοία να φυλάνε την έξοδο, παρέταξαν τον υπόλοιπο στόλο τους σε ημικύκλιο μέσα στο λιμάνι ώστε να μπορούν να επιτεθούν κατά των αντιπάλων τους από όλες τις πλευρές. Οταν οι Αθηναίοι πλησίασαν στο φράγμα, κατόρθωσαν να απωθήσουν τα πλοία που το φρουρούσαν αλλά αμέσως δέχθηκαν τις επιθέσεις των υπολοίπων από διάφορες κατευθύνσεις, και η ναυμαχία άρχισε από το φράγμα και εξαπλώθηκε σε όλο το λιμάνι «και ην καρτερά και οία ουχ ετέρα των προτέρων» κατά τα λόγια του Θουκυδίδη, σφοδρή δηλαδή και τέτοια που όμοιά της δεν είχε γίνει στο παρελθόν.

H ορμή των αντιπάλων ήταν μεγάλη και η έκταση του λιμανιού πολύ μικρή για τόσο πολλά πλοία, σχεδόν 200 όλα μαζί. Δεν υπήρχε αρκετός χώρος για ελιγμούς και τα πλοία στριμώχνονταν μεταξύ τους, και συχνά, ενώ δύο από αυτά ήταν κολλημένα μεταξύ τους λόγω εμβολισμού, ένα τρίτο ερχόταν να κολλήσει και αυτό, και δεν μπορούσαν να απαλλαγούν το ένα από το άλλο. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός από τις συνεχείς συγκρούσεις των πλοίων, από τους αλαλαγμούς των πολεμιστών και από τις κραυγές των κελευστών οι οποίοι αναγκάζονταν να επαναλαμβάνουν πολλές φορές τα παραγγέλματα για να μπορέσουν να ακουστούν, ενώ βροχή έπεφταν τα βέλη, τα ακόντια και οι πέτρες από το ένα πλοίο στο άλλο.

Νικητές στην πεισματική αναμέτρηση αναδείχθηκαν οι Συρακούσιοι. Ετρεψαν σε φυγή τους Αθηναίους, από τους οποίους, όσοι δεν χάθηκαν στη θάλασσα, βγήκαν στην ξηρά και έτρεξαν να σωθούν στο στρατόπεδό τους.

H τελική καταστροφή




Τα λατομεία των Συρακουσών, όπου κατέληξαν οι περισσότεροι αθηναίοι αιχμάλωτοι.
Οι Αθηναίοι δεν είχαν πλέον άλλη λύση παρά να δοκιμάσουν να διαφύγουν διά ξηράς προς κάποια φιλική περιοχή. Ξεκίνησαν την τρίτη ημέρα μετά τη ναυμαχία χωρισμένοι σε δύο τμήματα, ένα υπό τον Νικία και ένα υπό τον Δημοσθένη, και η πορεία τους διήρκεσε οκτώ ημέρες. Δεν ήταν όμως πορεία προς τη σωτηρία αλλά προς τον όλεθρο. Μάχονταν αδιάκοπα εναντίον του Γυλίππου και των Συρακουσίων που τους καταδίωκαν. Το τμήμα του Δημοσθένη, που βραδυπορούσε, παραδόθηκε πρώτο. Το τμήμα του Νικία πάσχιζε να φθάσει στον ποταμό Ασίναρο όχι μόνο με την ελπίδα ότι διαβαίνοντάς τον θα γλίτωνε αλλά και για να σβήσει τη δίψα που το βασάνιζε. Εφθασαν στον ποταμό βαλλόμενοι από βέλη και ακόντια. Ρίχτηκαν στα νερά του για να περάσουν και για να πιουν, άτακτα, στριμωγμένοι, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, ποδοπατώντας ο ένας τον άλλο. Οι Συρακούσιοι, ψηλά από την όχθη, πύκνωναν τις βολές τους. Αθηναίοι έπεφταν συνεχώς σκοτωμένοι. Οι Πελοποννήσιοι κατέβηκαν στην κοίτη και βάλθηκαν να σφάζουν όσους βρίσκονταν εκεί. Το αναταραγμένο νερό ήταν γεμάτο αίμα. Οι ζωντανοί εξακολουθούσαν να πίνουν. Τελικά παραδόθηκε και το τμήμα του Νικία.

H τύχη των αιχμαλώτων υπήρξε τραγική. Οι στρατηγοί Νικίας και Δημοσθένης εκτελέστηκαν δημοσία. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στα λατομεία όπου έζησαν υπό συνθήκες αφάνταστα σκληρές. Αλλά όχι για πολύ. Οι περισσότεροι δεν άντεξαν στην πείνα και στη δίψα, στις αρρώστιες, στις κακουχίες. Πολλοί πουλήθηκαν ως δούλοι και γέμισε από αυτούς η Σικελία.

Απίστευτα μικρός ήταν ο αριθμός εκείνων που κατόρθωσαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους από τις 40.000-50.000 άνδρες που είχαν λάβει μέρος στη σικελική εκστρατεία.

Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε ξαναρχίσει με όλη του την αγριότητα. Θα διαρκούσε άλλα 10 χρόνια, ως το 404 π.X., και θα έληγε με την οριστική συντριβή της Αθήνας.

KEMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ
Το ΒΗΜΑ, 15/06/2003
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=13888&m=Y08&aa=1

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Αρχαία Γ' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων ΧΙΙ

Ενότητα 12η

ΑΡΗΣ: Άκουσες, Ερμή, τι απειλές εκτόξευσε ο Δίας εις βάρος μας, πόσο αλαζονικά και απίστευτα; Εάν το επιθυμήσω, ισχυρίζεται, εγώ βέβαια από τον ουρανό θα αφήσω προς τα κάτω ένα σκοινί, κι εσείς θα με αναγκάσετε να το τραβήξω με δύναμη προς τα κάτω, αφού κρεμαστείτε, αλλά μάταια θα κοπιάσετε˙ γιατί δεν θα το τραβήξετε λοιπόν κάτω˙ κι αν εγώ επιθυμήσω να το τραβήξω πάνω, όχι μόνο εσάς, αλλά και τη γη συγχρόνως και τη θάλασσα τραβώντας μαζί θα τα σηκώσω ψηλά˙ και τα υπόλοιπα όσα κι εσύ άκουσες. Προσωπικά βέβαια δεν μπορώ να αρνηθώ ότι είναι ξεχωριστά από τον καθένα όλων μας ανώτερος και ισχυρότερος, δεν μπορώ όμως να πεισθώ ότι μας ξεπερνά τόσους μαζί.
ΕΡΜΗΣ: Σιωπή, Άρη! Γιατί δεν είναι ασφαλές να μιλάς έτσι, μη τυχόν γευτούμε κάποια συμφορά εξαιτίας της φλυαρίας.
ΑΡΗΣ: Αυτό όμως που μέσα στην απειλή του μου φάνηκε πιο γελοίο, καθώς το άκουγα, δεν θα μπορούσα να σου το αποκρύψω˙ γιατί θυμάμαι πριν από λίγο καιρό, όταν ο Ποσειδώνας και η Ήρα και η Αθηνά επαναστάτησαν και σχεδίαζαν να τον αιχμαλωτίσουν και να τον δέσουν χειροπόδαρα, πόσο τρομοκρατημένος ήταν, και μάλιστα ενώ ήταν τρεις, και αν η Θέτιδα δεν τον συμπονούσε και δεν καλούσε ως σύμμαχό του τον Βριάρεω που είχε εκατό χέρια, θα είχε αιχμαλωτιστεί μαζί με τον κεραυνό και τη βροντή του. Όταν σκεφτόμουν αυτά, μου ερχόταν να γελάσω με την κομπορρημοσύνη του.

Αρχαία Γ' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων ΧΙ

Ενότητα 11η

Αγησίλαε και όλοι οι παρόντες Λακεδαιμόνιοι, εγώ έγινα φίλος και σύμμαχός σας, όταν πολεμούσατε με τους Αθηναίους, και ισχυροποίησα το ναυτικό σας προσφέροντας χρήματα, ενώ στην ξηρά ο ίδιος μαχόμουν από το άλογό μου μαζί σας και καταδίωκα τους εχθρούς μέχρι τη θάλασσα. Και δεν θα μπορούσατε ίσως να μου καταλογίσετε ούτε ότι έκανα ούτε ότι είπα ως τώρα σε εσάς κάτι αμφίσημο / υποκριτικό όπως ακριβώς συμβαίνει με τον Τισσαφέρνη. Και ενώ σας συμπεριφέρθηκα με τέτοιον τρόπο, με αντιμετωπίζετε τώρα έτσι ώστε ούτε και δείπνο έχω στη χώρα μου, εάν δεν συγκεντρώσω κάτι από αυτά που εσείς ενδεχομένως αφήνετε πίσω, όπως ακριβώς τα θηρία. Και όσα ο πατέρας μού κληροδότησε οικήματα ωραία και κήπους γεμάτους δέντρα και άγρια ζώα, με τα οποία χαιρόμουν, όλα αυτά τα βλέπω άλλα κατεστραμμένα και άλλα κατακαμένα. Εάν λοιπόν εγώ δεν γνωρίζω ούτε τα ιερά ούτε τα δίκαια, εσείς όμως εξηγήστε μου πώς προβαίνουν σε αυτές τις πράξεις άντρες που γνωρίζουν να ανταποδίδουν την ευεργεσία.

Αρχαία Γ' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων Χ

Ενότητα 10η

Όλοι οι άλλοι βέβαια όσοι εξορίζονται άδικα είτε παρακαλούν τους πολίτες να επιστρέψουν είτε, σε περίπτωση που αποτύχουν σε αυτό, κακολογούν την πατρίδα τους, επειδή κατά τη γνώμη τους τους συμπεριφέρθηκε άσχημα˙ προσωπικά όμως, επειδή ακριβώς ατύχησα μια φορά, χωρίς να το αξίζω για όσα έκανα ως πολίτης και, ενώ κατηγορούσα άλλους, καταδικάστηκα ο ίδιος, δυσανασχετώ βέβαια, όπως ακριβώς είναι εύλογο, αλλά δεν αγανακτώ καθόλου. Γιατί δεν είμαι τόσο ανόητος ώστε, από την πόλη από την οποία εξορίστηκε ο Θεμιστοκλής που απελευθέρωσε την Ελλάδα, και όπου ο Μιλτιάδης, επειδή όφειλε ένα μικρό χρέος στο δημόσιο, πέθανε στη φυλακή στα γηρατειά του, με αυτή την πόλη να νομίζω ότι χρειάζεται να αγανακτεί ο Αισχίνης ο γιος του Ατρόμητου επειδή εξορίζεται, αν έπαθε κάτι από τα συνηθισμένα στους Αθηναίους. Αλλά προσωπικά βέβαια ίσως πιστέψω κιόλας ότι αυτό εύλογα μπορεί να είναι λαμπρό, το να έχω πέσει στην αφάνεια για τις μελλοντικές γενιές μαζί με εκείνους και να έχω αξιωθεί να υποστώ όμοιες συμφορές με εκείνους.

Αρχαία Γ' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων ΙΧ

Ενότητα 9η

Εάν, ενώ πρόκειται να αποδράσουμε αποδώ είτε όπως πρέπει να ονομαστεί η πράξη μας, έρθουν οι νόμοι και οι άρχοντες σταθούν μπροστά μας και ρωτήσουν˙ «Πες μου, Σωκράτη, τι έχεις στον νου σου να κάνεις; Κάτι άλλο ή με αυτή την πράξη που επιχειρείς σκέφτεσαι να καταστρέψεις κι εμάς τους νόμους και όλη την πόλη όσο περνά από το χέρι σου; Ή σου φαίνεται ότι είναι δυνατόν ακόμη εκείνη η πόλη να υπάρχει και να μην έχει καταλυθεί, στην οποία οι δίκες που έγιναν δεν έχουν καμιά ισχύ, αλλά ακυρώνονται από τους απλούς πολίτες και διαλύονται;» Τι θα απαντήσουμε, Κρίτωνα, σ’ αυτά και σε άλλα παρόμοια; Γιατί πολλά μπορεί κανείς ενδεχομένως να πει, και ιδιαίτερα ένας ρήτορας, γι’ αυτόν τον νόμο που κινδυνεύει να ανατραπεί, ο οποίος ορίζει να είναι έγκυρες οι δίκες που έχουν περαιωθεί. Ή θα απαντήσουμε σ’ αυτούς ότι «Επειδή μας αδικούσε η πόλη και δεν εξέδωσε σωστή απόφαση στη δίκη;» Αυτά θα πούμε ή τι άλλο;

Αρχαία Γ' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων VΙΙΙ

Ενότητα 8η

Λέγεται βέβαια ότι στη Σικελία (γιατί αν και είναι κάπως πιο κοντά στο παραμύθι, θα είναι ταιριαστό όμως και για εσάς όλους ανεξαιρέτως τους νεότερους να το ακούσετε) δημιουργήθηκε από την Αίτνα ένα ρεύμα λάβας. Και ισχυρίζονται ότι αυτό έρρεε προς τη λοιπή περιοχή και μάλιστα προς κάποια πόλη από αυτές που κατοικούνταν εκεί. (Λένε) ότι οι υπόλοιποι από την μια όρμησαν να φύγουν, αναζητώντας τη δική τους σωτηρία, κάποιος όμως από τους νεότερους, επειδή έβλεπε ότι ο πατέρας του ήταν ηλικιωμένος και δεν μπορούσε να ξεφύγει, αλλά παγιδεύτηκε μέσα, αφού τον σήκωσε, προσπάθησε να τον μεταφέρει. Και επειδή αυξήθηκε το φορτίο του, νομίζω, και ο ίδιος αποκλείστηκε. Γι’ αυτό λοιπόν και αξίζει να προσέξουμε τη θεϊκή δράση, ότι δηλαδή ευνοεί τους καλούς ανθρώπους. Γιατί λέγεται ότι η φωτιά έρρευσε κυκλικά γύρω από εκείνον τον τόπο και ότι αυτοί μόνο σώθηκαν, από τους οποίους μάλιστα η περιοχή ακόμη και τώρα ονομάζεται ο χώρος των ευσεβών. Λέγεται αντίθετα ότι εκείνοι που επιχείρησαν να διαφύγουν γρήγορα και εγκατέλειψαν τους γονείς τους όλοι ανεξαιρέτως χάθηκαν.

Αρχαία Γ' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων VΙΙ

Ενότητα 7η

Κι όμως και ο Αρχιμήδης που ήταν συγγενής και φίλος του βασιλιά Ιέρωνα, έγραψε ότι κατά τη γνώμη του είναι δυνατό να κινήσει η ορισμένη δύναμη το ορισμένο βάρος και καυχώμενος σαν μικρό παιδί (…) είπε ότι κατά τη γνώμη του, εάν είχε άλλη γη, θα την κινούσε, πηγαίνοντας εκεί. Και όταν απόρησε ο Ιέρωνας και του ζήτησε να θέσει σε εφαρμογή τη θεωρία του και να αποδείξει ότι κάτι μεγάλο κινείται από μικρή δύναμη, αφού αυτός έβαλε πολλούς ανθρώπους και το συνηθισμένο φορτίο μέσα σε βασιλικό φορτηγό πλοίο που έχει τρία κατάρτια και σύρθηκε στη στεριά με μεγάλο κόπο και πολλά χέρια, καθισμένος ο ίδιος μακριά, χωρίς πολλή βιασύνη αλλά ήρεμα, μετακινώντας με το χέρι του την άκρη του σχοινιού από ένα σύστημα τροχαλιών, ομαλά και χωρίς δυσκολία, το τράβηξε προς το μέρος του, ακριβώς σαν να διέσχιζε (ενν. το πλοίο) τη θάλασσα. Εξεπλάγη λοιπόν ο βασιλιάς και, αφού κατανόησε τις δυνατότητες του ευρήματος, έπεισε τον Αρχιμήδη να κατασκευάσει γι’ αυτόν άλλες μηχανές για περιπτώσεις αμυντικού πολέμου και άλλες για επιθετικό πόλεμο για κάθε μορφή πολιορκίας. Αυτές δεν τις χρησιμοποίησε βέβαια ο ίδιος, αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του χωρίς πόλεμο και γεμάτο απολαύσεις –τότε όμως υπήρχε στους Συρακούσιους ο κατάλληλος εξοπλισμός για την περίπτωση ανάγκης και με τον εξοπλισμό ο δημιουργός του.

Αρχαία Γ' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων VΙ

Ενότητα 6η

Όλοι οι άνθρωποι οφείλουν να ασχολούνται με τη μουσική, και οι Αρκάδες έχουν επιπλέον ανάγκη (ενν. να κάνουν κάτι τέτοιο). (…) Γιατί μόνο στους Αρκάδες πρώτα βέβαια τα παιδιά συνηθίζουν να τραγουδούν από τη νηπιακή ηλικία σύμφωνα με τους μουσικούς ρυθμούς τους ύμνους και τους παιάνες, με τους οποίους ο καθένας κατά τα πατροπαράδοτα (ενν. έθιμα) υμνεί τους ντόπιους ήρωες και θεούς˙ και μετά από αυτά με έντονη την τάση ανταγωνισμού χορεύουν κάθε χρόνο με τη συνοδεία των αυλητών του Διονύσου στα θέατρα. (…) Και για τα άλλα μαθήματα δεν θεωρούν καθόλου ντροπή να παραδεχθούν ότι δεν γνωρίζουν κάτι, ενώ βέβαια το τραγούδι ούτε μπορούν να δεχθούν ότι δεν το γνωρίζουν, επειδή υποχρεωτικά όλοι το μαθαίνουν, ούτε, εάν το ομολογήσουν, μπορούν να απαλλαγούν, επειδή πιστεύεται ότι είναι ένα από τα ζητήματα που προκαλούν ντροπή σ’ αυτούς. (…) Και αυτά μου φαίνεται ότι οι παλιοί δεν τα θέσπισαν για να καλλιεργήσουν την τρυφή και την επίδειξη πλούτου, αλλά παρατηρώντας τον μόχθο του καθενός και συνοπτικά τον κόπο και τη σκληρότητα της ζωής, παρατηρώντας από την άλλη την αυστηρότητα των ηθών, η οποία προκύπτει ως επακόλουθο εξαιτίας του ψύχους και της τραχύτητας του περιβάλλοντος που επικρατεί κατά το μεγαλύτερο μέρος στις περιοχές εκείνες.

Αρχαία Γ' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων V

Ενότητα 5η

Είναι καθήκον των συνετών δικαστών, καθώς παίρνουν δίκαιες αποφάσεις για τις ξένες υποθέσεις, ταυτόχρονα να ρυθμίζουν και τα δικά τους ζητήματα. Και κανείς σας να μη θεωρεί σωστό, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι είμαι φτωχός και ένας άνθρωπος του λαού, να αφαιρεί το πρόστιμο (ενν. που μου αναλογεί). Γιατί δεν είναι δίκαιο να επιβάλλετε ηπιότερες ποινές για τους άσημους παρά για τους επιφανείς ούτε και να θεωρείτε χειρότερους τους άπορους από αυτούς που κατέχουν πολλά. Γιατί μπορεί να ατιμάσετε ενδεχομένως τον εαυτό σας, εάν αποφασίσετε με αυτά τα κριτήρια για τους πολίτες. Και ακόμη το πιο φοβερό από όλα μπορεί να είναι, εάν, ενώ η πόλη έχει δημοκρατικό καθεστώς, δεν απολαμβάνουμε όλοι ανεξαιρέτως τα ίδια δικαιώματα (…). Αν με ακούσετε βέβαια, δεν θα ρυθμίσετε έτσι τις δικές σας υποθέσεις ούτε και θα καθοδηγήσετε τους νεότερους να περιφρονούν τον λαό, ούτε και θα νομίζετε ότι είναι ξένοι οι αγώνες αυτού του είδους, αλλά ο καθένας σας θα ψηφίσει με την ιδέα ότι δικάζει για λογαριασμό του. Γιατί όλους ανεξαιρέτως όμοια τους αδικούν αυτοί που τολμούν να παραβαίνουν αυτόν τον νόμο που ισχύει για την προστασία της δικής σας σωματικής ακεραιότητας.

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

Αρχαία Γ' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων ΙV

Ενότητα 4η

Άραγε μπορεί λοιπόν να μας είναι αρκετό, εάν κατοικούμε την πόλη με ασφάλεια και αποκτήσουμε περισσότερα βιωτικά αγαθά και έχουμε ομόνοια μεταξύ μας και χαίρουμε εκτίμησης μεταξύ των Ελλήνων; Γιατί προσωπικά βέβαια θεωρώ ότι, αν γίνουν αυτά, θα έχει απόλυτη ευημερία η πόλη. Ο πόλεμος λοιπόν μας στέρησε όλα ανεξαιρέτως τα αγαθά που έχουν προαναφερθεί. Γιατί κιόλας μας κατέστησε φτωχότερους και μας ανάγκασε να υπομένουμε πολλούς κινδύνους και μας έχει συκοφαντήσει στους Έλληνες και μας υπέβαλε σε κάθε είδους ταλαιπωρία. Κι αν κάνουμε ειρήνη, (…) θα κατοικήσουμε την πόλη με μεγάλη ασφάλεια, αφού απαλλαγούμε από πολέμους και κινδύνους και τη διχόνοια, (…) και κάθε μέρα θα γινόμαστε πιο εύποροι, (…) καλλιεργώντας τη γη χωρίς φόβο και πλέοντας στη θάλασσα και ασχολούμενοι με τα λοιπά επαγγέλματα, τα οποία τώρα έχουν εκλείψει εξαιτίας του πολέμου. Και θα δούμε την πόλη να αποκτά διπλάσια βέβαια έσοδα απ’ ό,τι τώρα, να πλημμυρίζει από εμπόρους και ξένους και μετοίκους, από τους οποίους τώρα έχει ερημωθεί. Και το σημαντικότερο˙ θα έχουμε όλους τους λαούς συμμάχους, όχι με τη βία αλλά με την πειθώ.

Αρχαία Γ' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων ΙΙΙ

Ενότητα 3η
Ποιος ήταν ο Ξενοφών;

Ήταν ιστορικός του 5ου / 4ου αι. π.Χ. Με το έργο του Ελληνικά συνέχισε τη θουκυδίδεια ιστορία από το 411 έως το 362 π.Χ. (μάχη Μαντίνειας). Ανήκε στο περιβάλλον, όχι όμως και στους μαθητές του Σωκράτη –έτσι εξηγείται και η διαφορετική εικόνα που παρουσιάζεται για τον φιλόσοφο στα Απομνημονεύματά του σε σχέση με τον «πλατωνικό» Σωκράτη. Παρόλο που γεννήθηκε στην Αθήνα, ο Ξενοφών συμφωνούσε ιδιαίτερα με τη νοοτροπία των Σπαρτιατών. Το 401 π.Χ. αποφάσισε να συμμετάσχει ως μισθοφόρος στην επιχείρηση του Πέρση Κύρου, που εξεγέρθηκε ενάντια στον βασιλιά και αδελφό του Αρταξέρξη Β’ (βλ. το έργο του Κύρου Ανάβασις [δηλ. πορεία από τα παράλια προς την ενδοχώρα]). Μετά τον θάνατο του Κύρου, ανέλαβε να επαναφέρει τους Έλληνες μισθοφόρους, τους Μυρίους (= 10.000), από την Αρμενία στη Μαύρη Θάλασσα, από όπου προχωρούν προς το Βυζάντιο (βλ. το έργο του Κάθοδος Μυρίων [δηλ. αντίστροφη πορεία προς τα παράλια]). Στη συνέχεια οι μισθοφόροι υπηρέτησαν υπό τις διαταγές του Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαου. Στο πλευρό του ο Ξενοφών πολέμησε στη μάχη της Κορώνειας ενάντια στην Αθήνα –δικαιολογημένα συνεπώς οι Αθηναίοι τον εξόρισαν και οι Σπαρτιάτες τον υποδέχτηκαν στη δική τους πόλη παραχωρώντας του ένα κτήμα κοντά στην Ολυμπία. Εκεί έζησε για είκοσι χρόνια ως γεωργός, κτηνοτρόφος και κυνηγός. Η διάδοση του έργου του συνδέεται με τον απλό και λιτό λόγο του. Συνέβαλε πολύ στην καλλιέργεια της βιογραφίας και του μυθιστορήματος.
Απόδοση περιεχομένου

Εάν μάλιστα νομίζεις ότι, επειδή ο τύραννος έχει περισσότερα αγαθά από τους απλούς πολίτες, γι’ αυτό και χαίρεται περισσότερο από αυτούς, ούτε και αυτό είναι έτσι, Σιμωνίδη. Αλλά όπως ακριβώς οι αθλητές δεν χαίρονται, κάθε φορά που γίνονται ανώτεροι από τους απλούς πολίτες, αλλά όταν αποδεικνύονται κατώτεροι από τους ανταγωνιστές τους, αυτό τους στενοχωρεί, έτσι και ο τύραννος δεν χαίρεται, όταν φαίνεται να έχει περισσότερα από τους απλούς πολίτες, αλλά όταν έχει λιγότερα από άλλους τυράννους, αυτό του προκαλεί θλίψη˙ γιατί τους θεωρεί αυτούς ανταγωνιστές του στον πλούτο. Ούτε βέβαια αποκτά ο τύραννος κάτι από όσα επιθυμεί γρηγορότερα από τον απλό πολίτη. Γιατί ο απλός πολίτης επιθυμεί μια οικία ή έναν αγρό ή κάποιον δούλο, ενώ ο τύραννος ή πόλεις ή εδάφη πολλά ή λιμάνια ή ισχυρές ακροπόλεις (…). Αλλά βέβαια δεν θα δεις κιόλας φτωχούς τόσο λίγους απλούς πολίτες όσο πολλούς τυράννους. Γιατί δεν κρίνονται ποσοτικά ούτε τα πολλά ούτε τα λίγα, αλλά με βάση τη χρησιμότητα˙ ώστε αυτά που υπερβαίνουν τα ικανοποιητικά είναι πολλά, ενώ αυτά που υπολείπονται είναι λίγα. Για τον τύραννο τα πολλαπλάσια επαρκούν λιγότερο για τα απαραίτητα έξοδα απ’ ό,τι (συμβαίνει) με τον απλό πολίτη.

Αρχαία Γ' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων ΙΙ

Ενότητα 2η
Ποιος ήταν ο Λυσίας;
Ήταν ρήτορας του 5ου / 4ου αι. π.Χ., που έζησε για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στην Αθήνα ως μέτοικος. Λόγω των δημοκρατικών του απόψεων καταδιώκεται μαζί με άλλα μέλη της οικογένειάς του από τους Τριάκοντα τυράννους. Εργάστηκε ως λογογράφος, συνέθετε δηλαδή λόγους που εκφωνούνταν από τους πελάτες του στο δικαστήριο.
Απόδοση περιεχομένου

Ώστε ταιριάζει να θεωρούνται αυτοί πάρα πολύ ευτυχισμένοι, όσοι, αφού κινδύνευσαν για τα πιο σημαντικά και πολύτιμα αγαθά, είχαν αυτό το τέλος, χωρίς να εμπιστευτούν τον εαυτό τους στην τύχη ούτε να περιμένουν τον φυσικό θάνατο, αλλά επιλέγοντας τον ωραιότερο τρόπο να πεθάνουν. Γιατί κιόλας η μνήμη τους πράγματι παραμένει αγέραστη και η τιμή τους αξιοζήλευτη από την ανθρωπότητα˙ αυτοί πενθούνται βέβαια εξαιτίας της θνητής τους φύσης, ενώ εξυμνούνται σαν να είναι αθάνατοι χάρη στη γενναιότητά τους. Γιατί κιόλας ενταφιάζονται πράγματι δημοσίᾳ δαπάνῃ και καθιερώνονται προς τιμήν τους αγώνες ισχύος και πνεύματος και πλούτου, με την ιδέα ότι αυτοί που έχουν σκοτωθεί στον πόλεμο αξίζουν να δέχονται τις ίδιες τιμές με τους αθανάτους. Προσωπικά βέβαια τους καλοτυχίζω λοιπόν αυτούς για τον θάνατό τους και τους ζηλεύω και νομίζω ότι μόνοι αυτοί άξιζαν να ζήσουν περισσότερο από τους ανθρώπους, οι οποίοι, αφού έτυχε να έχουν θνητό σώμα, άφησαν πίσω τους αθάνατη μνήμη χάρη στη γενναιότητά τους.
Γλωσσικά σχόλια
προσήκει: (απρ. ρ. + απαρ.) ταιριάζει να
εὐδαίμων, εὔδαιμον: ευτυχής
ἡγέομαι, -οῦμαι: θεωρώ
ὅστις - ἥτις - ὅ τι: (αναφ. αντ.) όποιος
μέγας – μείζων – μέγιστος
καλός – καλλίων – κάλλιστος
τελευτάω, -ῶ: πεθαίνω
ἀγήρατος, -ον: αγέραστος
διά + αιτ.: αιτία
δημοσίᾳ: (δοτικοφανές επίρρ.) δημοσίᾳ δαπάνῃ
ῥώμη, ἡ: δύναμη
ζηλόω, -ῶ: ζηλεύω
οἴομαι / οἶμαι: νομίζω
ἀγαθός – κρείττων – κράτιστος
κατέλιπον: β’ αόρ. του ρ. καταλείπω (= αφήνω)

Αρχαία Γ' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων Ι

Ενότητα 1η

Θυμηθείτε:
Όμηρος - Τρωικός Πόλεμος
Ηρόδοτος - Περσικοί Πόλεμοι
Θουκυδίδης - Πελοποννησιακός Πόλεμος
Ωστόσο, τόσο στον Ηρόδοτο όσο και στον Θουκυδίδη βρίσκουμε αναφορές στον Τρωικό Πόλεμο, που θεωρείται τμήμα της ιστορικής παράδοσής τους.

Εάν ήταν η Ελένη στην Τροία, θα την παρέδιδαν πίσω στους Έλληνες οι Τρώες, είτε το ήθελε βέβαια ο Αλέξανδρος είτε όχι. Γιατί δεν θα ήταν λοιπόν ο Πρίαμος τόσο παράφρων ούτε και οι υπόλοιποι Τρώες, ώστε να θέλουν να διακινδυνεύουν τη ζωή τους, τα παιδιά τους και την πόλη τους, για να ζει ο Αλέξανδρος μαζί με την Ελένη. Εάν πράγματι είχαν αυτή τη γνώμη και στα πρώτα χρόνια (ενν. της πολιορκίας), όταν πολλοί βέβαια από τους υπόλοιπους Τρώες χάνονταν, και προπάντων οι γιοι του Πριάμου, κάθε φορά που συγκρούονταν με τους Έλληνες, αυτός, ακόμη κι αν ο ίδιος ζούσε μαζί με την Ελένη, θα την παρέδιδε πίσω στον Μενέλαο, για να απαλλαγούν οι υπήκοοί του από τις συμφορές που τους βρήκαν. Ωστόσο, δεν μπορούσαν να παραδώσουν την Ελένη ούτε και τους εμπιστεύονταν οι Έλληνες ότι έλεγαν την αλήθεια, σύμφωνα με τη γνώμη μου, επειδή ο θεός σχεδίαζε να καταστήσουν με την ολοκληρωτική τους καταστροφή προφανές στους ανθρώπους αυτή την αρχή, ότι δηλαδή για τα βαριά παραπτώματα είναι μεγάλες και οι τιμωρίες που προέρχονται από τους θεούς.
Γλωσσικά σχόλια
εἰ: (υποθ. σύνδ.) εάν
ἐν + δοτ.
ἀπέδοντο ἂν: δυνητική οριστική (δηλώνει το αντίθετο του πραγματικού)
ἀπέδοντο: αόρ. μ.φ. του ρ. ἀποδίδωμι (= παραδίδω πίσω)
Ἕλλην, -ος, ὁ
Τρώς, Τρωός, ὁ
ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν: εκούσιος, ηθελημένος
ἄκων, ἄκουσα, ἆκον: ακούσιος
γάρ: (αιτ. σύνδ., σε κύρ. πρ.) γιατί
δή: λοιπόν
οὕτω(ς): έτσι – (εδώ) τόσο
γε: βέβαια
φρενοβλαβής, -ές: παράφρων
οὐδέ: ούτε και
βούλομαι + απαρ.: θέλω να
συνοικέω, -ῶ: συγκατοικώ
μάλιστα: υπερθ. του επιρρ. μάλα – μᾶλλον – μάλιστα (= πολύ)
συμμίσγω: (εδώ) συγκρούομαι
ἀπόλλυμι: καταστρέφω
ἵνα: (τελ. συνδ.) για να
ἀπαλλαγεῖεν: ευκτ. β’ παθ. αορ. του ρ. ἀπαλλάττομαι
ἔχω + απαρ.: μπορώ
πιστεύω + δοτ.: εμπιστεύομαι
καταφανής, -ές: προφανής