Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Ανάγνωση Ομήρου Οδύσσειας ΙΙΙ (μτφρ. Δ. Μαρωνίτη)

α109-173 ο Τηλέμαχος προσφέρει φιλοξενία στην Αθηνά-Μέντη,
μτφρ. Δ. Μαρωνίτη
Είπε κι ευθύς δένει στα πόδια της τα ωραία σαντάλια,
110 θεσπέσια και χρυσά, εκείνα που την ταξιδεύουν και στη θάλασσα
και στην απέραντη στεριά ανάλαφρα, με τις πνοές του ανέμου.
Ύστερα στο χέρι κράτησε άλκιμο κοντάρι, ακονισμένο με χαλκό,
βαρύ, θεόρατο και στιβαρό˙ μ’ αυτό η κόρη του πανίσχυρου Διός
δαμάζει των γενναίων πολεμιστών τις τάξεις, που της ξανάψαν τον θυμό.
115 Χύθηκε τότε, ακροπατώντας τις κορφές του Ολύμπου,
και βρέθηκε μεμιάς στον δήμο της Ιθάκης, να στέκει
στην εξώθυρα του Οδυσσέα, πατώντας το κατώφλι της αυλής του.
Με το χαλκό κοντάρι της στο χέρι, επήρε τη μορφή ενός ξένου˙
κι ολόιδια με τον Μέντη, άρχοντα των Ταφίων, έπεσε στους αγέρωχους
120 μνηστήρες˙ που εκεί, μπροστά στις πύλες του σπιτιού, έβρισκαν
ευχαρίστηση παίζοντας τους πεσσούς, σε τομάρια βοδιών καθισμένοι,
που τα σφάξαν οι ίδιοι.
Κήρυκες και παιδόπουλα πρόθυμα τους υπηρετούσαν:
άλλοι να σμίγουν σε κρατήρες με νερό κρασί, άλλοι να πλένουν
125 τα τραπέζια με  σφουγγάρια τρυπητά και να τα στήνουν,
κάποιοι να κομματιάζουν άφθονα τα κρέατα.
Πρώτος απ’ όλους ο Τηλέμαχος την είδε, σαν θεός ωραίος˙
ήταν με τους μνηστήρες καθισμένος, κι όμως ταξίδευε ο νους του πικραμένος.
Έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του τον πατέρα του ένδοξο:
130 αν ξαφνικά γύριζε πίσω˙ αν τους μνηστήρες πετούσε έξω απ’ το παλάτι˙
αν έπαιρνε ο ίδιος πάλι την αρχή στα χέρια του, και μέσα στα αγαθά του
βασίλευε σαν πρώτα...
Το όραμα αυτό ανέβαινε στον νου του,πλάι στους μνηστήρες –
κι είδε την Αθηνά. Ευθύς προς την αυλόθυρα έτρεξε, γιατί
135 τον έπιασε η ντροπή, να στέκει τόσην ώρα στην πόρτα του ένας ξένος.
Κοντά της στάθηκε, της έσφιξε το χέρι το δεξί, με τ’ άλλο
πήρε το χάλκινο κοντάρι της, ύστερα την προσφώνησε μιλώντας,
και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Ξένε μου, καλωσόρισες, έλα να σε φιλέψουμε, κι αφού το δείπνο μας
140 χορτάσεις, τότε μας λες τον λόγο της επίσκεψής σου.»
Είπε και τράβηξε μπροστά˙ η Αθηνά Παλλάδα, λάμποντας τα μάτια,
ακολουθούσε, κι οι δυο τους μπήκαν στο μεγάλο δώμα.
Το δόρυ της μετέφερε, για να το στήσει σε ψηλή κολόνα,
το ‘βαλε μέσα στην καλοξυσμένη θήκη, όπου και τ’ άλλα δόρατα
145 περίμεναν, άνεργα και πολλά, του καρτερόψυχου Οδυσσέα.
Ύστερα την οδήγησε σε θρόνο να καθίσει, λεπτουργημένο κι όμορφο,
πάνω του απλώνοντας ύφασμα μαλακό, και στήριγμα στα πόδια της
έσυρε το σκαμνί.
Έφερε πλάι της και το δικό του στολισμένο κάθισμα,
150 παράμερα από τους μνηστήρες, μήπως κι ο ξένος, με τους ξιπασμένους,
χάσει το κέφι του και δεν χαρεί το φαγητό
-ήθελε εξάλλου να ρωτήσει και για τον πατέρα του
που χρόνια τώρα έλειπε στα ξένα.
Τότε μια παρακόρη έφερε νερό, με τ’ όμορφο χρυσό λαγήνι,
155 τα χέρια τους να πλύνουν, κι έχυνε το νερό από ψηλά
σ’ ένα αργυρό λεβέτι˙ μετά τους έσυρε μπροστά γυαλιστερό τραπέζι,
ενώ η σεβαστή κελάρισσα είχε την έγνοια να τους φέρει ψωμί
κι άφθονο φαγητό, ό,τι καλό της βρέθηκε, να τους ευχαριστήσει.
Στα χέρια του σηκώνοντας ο τραπεζάρχης δίσκους με κρέατα
160 κάθε λογής, τους τα παρέθεσε, στο πλάι ακούμπησε κούπες χρυσές,
και κάθε τόσο ο κήρυκας περνούσε, γεμίζοντας κρασί τα κύπελλά τους.
Σε λίγο αγέρωχοι οι μνηστήρες μπήκαν κι αυτοί στην αίθουσα,
πήραν με τη σειρά τους θέση σε θρόνους κι αναπαυτικά καθίσματα.
Τότε τους έχυναν νερό στα χέρια τους οι κήρυκες,
165 δούλες γεμίζαν με ψωμί πλεχτά πανέρια,
έφηβοι τους κρατήρες με πιοτό ξεχείλιζαν,
κι αυτοί τα χέρια τους απλώνουν στο έτοιμο τραπέζι.
Και μόνον όταν κόρεσαν τον πόθο τους με το φαΐ και το πιοτό,
τραβούσε άλλα πια η ψυχή τους: τραγούδι, μουσική, χορό –
170 συμπλήρωμα απαραίτητο σ’ ένα καλό τραπέζι.
Τότε κι ο κήρυκας φέρνει και δίνει την πανέμορφη κιθάρα
στου Φήμιου τα χέρια, που τραγουδούσε στους μνηστήρες από ανάγκη˙
έκρουσε ωστόσο τις χορδές, ψάχνοντας τον σκοπό για ωραίο τραγούδι.
_____________
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο έπος οι αποφάσεις των θεών υλοποιούνται άμεσα: η αρχή γίνεται από τη β’ απόφαση που αφορά στη δράση της Αθηνάς.
Η θεά πετά προς την Ιθάκη [ανάλογο τυπικό ακολουθείται και για τον Ερμή στη ραψ. ε]
και κάνει την εμφάνισή της στο κατώφλι του ανακτόρου του Οδυσσέα με τη μορφή του Μέντη, άρχοντα των Ταφιωτών (ενανθρώπιση). Άλλωστε η εμφάνιση του θεού στους ανθρώπους με τη γνήσια μορφή του (επιφάνεια, θεοφάνεια) αποδεικνύεται συχνά ολέθρια (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εμφάνιση του Δία στη Σεμέλη με όλη του τη μεγαλοπρέπεια, μετά από προτροπή της Ήρας στην άτυχη κόρη –καθώς ο Δίας παρουσιάζεται με τον κεραυνό, η Σεμέλη καίγεται και ο Διόνυσος σώζεται κυοφορούμενος πλέον από τον πατέρα ανθρώπων και θεών στην κνήμη του).
Ο Τηλέμαχος υποδέχεται την Αθηνά-Μέντη –παρόλο που καθόταν κοντά στους μνηστήρες, ονειρευόταν την πανηγυρική επιστροφή του πατέρα του, την αποκατάστασή του στον θρόνο και τη βίαιη αποπομπή των μνηστήρων.
Κατά την υποδοχή και στην πορεία της φιλοξενίας ακολουθείται πλήρως το τυπικό: ο οικοδεσπότης τρέχει στην πόρτα, κάνει εγκάρδια χειραψία, ταυτόχρονα παίρνει το κοντάρι του ξένου και του προτείνει δείπνο, πριν να μάθει ποιος είναι και τι σκοπό έχει. Τον οδηγεί σε θρόνο (προφανώς στο μέγαρο, α142) και κάθεται στο πλάι του, απόμερα από τους μνηστήρες, για να μπορέσει να ρωτήσει σχετικά με τον πατέρα του. Εκεί ετοιμάζεται το δείπνο.
Φιλοξενία παρέχεται και στους μνηστήρες, οι οποίοι φέρονται «σαν στο σπίτι τους». Τα αρχοντόπουλα όμως της Ιθάκης και των γύρω νησιών δεν είναι ευπρόσδεκτα˙ στην περίπτωσή τους συνεπώς δεν έχουμε γνήσια φιλοξενία, παρά «εισβολείς», οι οποίοι εποφθαλμιούν τη σύζυγο του Οδυσσέα, την εξουσία του, την περιουσία του και βέβαια απειλούν τον γιο του και διάδοχο του θρόνου (υπαινιγμός στο επόμενο στάδιο της βασιλείας, την αριστοκρατία). Ακόμη και στη συμπεριφορά πάντως δεν φαίνεται να λειτουργούν οι νεαροί αυτοί κόσμια. Είναι αγέρωχοι και αλαζόνες, ξιπασμένοι, έχουν ξεπεράσει το μέτρο, διέπραξαν ύβρη, μπορούν συνεπώς να περιμένουν την τιμωρία τους. Μετά μάλιστα από την επικείμενη συνέλευση των Ιθακησίων θα έχουν λάβει και την προειδοποίησή τους –θα έχει εκλείψει οποιοδήποτε ελαφρυντικό της στάσης τους.
Τα άλλα πρόσωπα που μνημονεύονται στη συγκεκριμένη ενότητα «υπολείπονται» στην κοινωνική πυραμίδα: πέρα από τα ιερά πρόσωπα των κηρύκων και του αοιδού με την κιθάρα (προσοχή στη ρητή παρατήρηση ότι έψαλλε «από ανάγκη», α172, που θα τον σώσει κατά τη μνηστηροφονία), η οικονόμος, ο τραπεζάρχης, και ακόμη πιο κάτω στην ιεραρχία νεαροί δούλοι και δούλες.
Οι προμήθειες βέβαια, τα σκεύη, τα έπιπλα και τα υφάσματα παραμένουν πλούσια. Χρυσός και ασήμι υπηρετούν την καθημερινότητα στο παλάτι. Τα αγγεία ποικίλα: κρατήρες για την ανάμειξη ύδατος και οίνου (κεράννυμι = αναμειγνύω, κρασί = το μείγμα που προκύπτει) - λαγήνι (κανάτα) για το πλύσιμο των χεριών και λεβέτι (λεκάνη) για να πέφτει το νερό - κούπες. Αγαπημένο παιχνίδι οι πεσσοί, συνήθης αριστοκρατική δραστηριότητα το κυνήγι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: