Το γλωσσικό ζήτημα και ο ρόλος του Ψυχάρη
Ο όρος κοινωνική διγλωσσία χρησιμοποιείται στα ελληνικά αντί του αγγλικού όρου diglossia, τον οποίο εισήγαγε ο Charles Ferguson[1], για να χαρακτηρίσει το κοινωνιογλωσσικό φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο σε ορισμένες γλωσσικές κοινότητες χρησιμοποιούνται παράλληλα δύο σημαντικά διαφοροποιημένες ποικιλίες μιας γλώσσας, η καθεμία με το δικό της όνομα (γεγονός που αποδεικνύει ότι οι ομιλητές τις αντιλαμβάνονται ως διαφορετικά συστήματα), με απόλυτα καθορισμένες κοινωνικές λειτουργίες η καθεμία. Η λεγόμενη «υψηλή» («ανώτερη» ή υψηλού κύρους ποικιλία) χρησιμοποιείται σε όλες τις επίσημες και τις δημόσιες περιστάσεις επικοινωνίας, ενώ η «χαμηλή» («κατώτερη» ή χαμηλού κύρους ποικιλία) χρησιμοποιείται στην ιδιωτική ζωή των ομιλητών. Οι δύο ποικιλίες διαφέρουν ως προς το λειτουργικό τους ρόλο και εξυπηρετούν διαφορετικές επικοινωνιακές ανάγκες: οι σημαντικότερες πολιτικές και κοινωνικές λειτουργίες είναι συνδεδεμένες με την υψηλή ποικιλία, γεγονός που της αποδίδει σημαντικό κοινωνικό γόητρο. Μάλιστα μερικές φορές η κοινωνική καταξίωση της υψηλής ποικιλίας είναι τόσο μεγάλη, ώστε μερικοί ομιλητές φτάνουν στο σημείο να αρνούνται ακόμα και την ύπαρξη της χαμηλής ποικιλίας. Γενικότερα σε περιπτώσεις κοινωνικής διγλωσσίας επικρατεί η αντίληψη ότι η υψηλή ποικιλία είναι πιο «όμορφη», πιο «δομημένη», ικανότερη να εκφράσει συνθετότερα νοήματα, σε σύγκριση με τη χαμηλή ποικιλία που θεωρείται ότι έχει περιορισμένη εκφραστική ικανότητα. Η λανθασμένη αυτή άποψη, που είναι συνήθως διαδεδομένη σε ανθρώπους που δεν κατέχουν σε ικανοποιητικό βαθμό την υψηλή ποικιλία, σχετίζεται με τα στερεότυπα υποτίμησης που «συνοδεύουν» πάντα τις χαμηλές ποικιλίες και με την αρκετά αναπτυγμένη λογοτεχνική παράδοση (γραμμένη τις περισσότερες φορές στην υψηλή ποικιλία) που ανεβάζει ακόμα περισσότερο το κύρος της υπερκείμενης ποικιλίας.
Ήδη από την ελληνιστική περίοδο, εμφανίζονται οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν την ανάπτυξη κοινωνικής διγλωσσίας στην ελληνική γλώσσα. Οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, ο εξελληνισμός άλλων λαών, οι συχνές μετακινήσεις πληθυσμών και η αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών συγκυριών (η αντικατάσταση της πόλης – κράτους από τα αχανή ελληνιστικά κράτη), επηρέασαν σημαντικά τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε η εμφάνιση της Κοινής, μιας απλοποιημένης μορφής της αττικής, κυρίως, διαλέκτου, που αρχίζει να γίνεται η επίσημη προφορική και γραπτή γλώσσα σε όλη την Ελλάδα αλλά και στις ελληνιστικές επαρχίες. Η απλοποίηση όμως αυτή και η παρακμή της λογοτεχνικής παραγωγής οδήγησε από αντίδραση τους κλασικούς φιλολόγους της εποχής σε άκριτη μίμηση του ύφους των Αθηναίων ρητόρων του 5ου αιώνα και στη συνέχεια της παλαιότερης επικής ποίησης. Το κίνημα του αττικισμού απέδωσε την γενικότερη λογοτεχνική παρακμή στην αλλαγή της γλώσσας και πίστεψε πως η επιστροφή στην «ανώτερη» γλώσσα της κλασικής περιόδου ήταν η λύση του προβλήματος. Η ίδια κατάσταση διατηρήθηκε στη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή περίοδο. Η προφορική φυσική γλώσσα του λαού θεωρούνταν κατώτερη για να εκφράσει ολοκληρωμένα και σοβαρά νοήματα και η επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν στην πρώτη περίοδο τα Λατινικά και στη δεύτερη μια εξαρχαϊσμένη ελληνική που έτεινε στα κλασσικά πρότυπα του 5ου αιώνα π.Χ. Η υποδούλωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στους Τούρκους διατήρησε, θα μπορούσαμε να πούμε, τη διάκριση προφορικού - γραπτού λόγου. Το μεγάλο ποσοστό αναλφαβητισμού μεγάλωσε ακόμα περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στη ζωντανή γλώσσα του λαού και στη γραπτή αρχαιοπρεπή γλώσσα των Φαναριωτών και του ανώτερου κλήρου. Και, ενώ το φαινόμενο της διγλωσσίας αρχίζει να ξεπερνιέται στις ελληνικές περιοχές που δεν γνώρισαν τουρκική κατάκτηση[2], στην κυρίως Ελλάδα η κατάσταση παραμένει σταθερή.
Λίγα χρόνια πριν την επανάσταση του 1821 έχουν διαμορφωθεί οι δύο βασικές «τάσεις» όσον αφορά το γλωσσικό ζήτημα: από τη μια πλευρά βρίσκουμε τους προοδευτικούς διανοούμενους που στηρίζονται (οικονομικά και ηθικά) από την ακμάζουσα αστική τάξη και υποστηρίζουν τη χρήση της απλής γλώσσας του λαού, ενώ αντίπαλοί τους τίθενται οι συντηρητικοί διανοούμενοι, ο κύκλος των Φαναριωτών και το Πατριαρχείο. Η αιτία που έφερε ξανά στην επιφάνεια τη σύγκρουση «ανώτερης» και «κατώτερης» ποικιλίας ήταν η επίμονη αναζήτηση ενός ενιαίου γλωσσικού οργάνου, προκειμένου να συγκροτηθεί μια εθνική παιδεία (που θα οδηγούσε στην απελευθέρωση του έθνους από τους Τούρκους) καθώς και η συστηματική καλλιέργεια και προβολή της ομιλούμενης γλώσσας από νέες κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες επιχειρούσαν να διαχειριστούν με νέους όρους και με νέα γλώσσα τα ζητήματα αγωγής και αυτογνωσίας του έθνους. Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830), οι ιδέες του Διαφωτισμού υποχώρησαν, αφού πλέον οι προβληματισμοί της ελληνικής κοινωνίας στρέφονται γύρω από την πολιτική και τη διοικητική συγκρότηση. Αυτό που προέχει στη συγκεκριμένη περίοδο είναι η υιοθέτηση ενός γλωσσικού προτύπου που θα χρησιμοποιείται στα σχολεία του νεοσύστατου κράτους, καθώς και η απόδειξη της αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνικού έθνους παρά τους τέσσερις αιώνες της τουρκικής κατάκτησης. Οι ιδέες του Fallmerayer και η όλη αντιμετώπιση των ξένων δυνάμεων προς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ήταν φυσικό να ενισχύσει το αίσθημα μειονεξίας που είχαν οι Έλληνες μορφωμένοι απέναντι στην αρχαία Ελλάδα και στην αρχαία Ελληνική γλώσσα. Ήταν λοιπόν επιτακτική η ανάγκη να «αποδειχθεί» η ιστορική συνέχεια της ελληνικής φυλής, και φυσικά η υιοθέτηση μιας γλωσσικής μορφής που έμοιαζε πολύ στην αρχαία ελληνική θεωρήθηκε η «μέγιστη απόδειξη» συγγένειας με την αρχαία Ελλάδα. Οι Έλληνες λόγιοι της εποχής, εγκλωβισμένοι σε ένα στατικό μοντέλο θεώρησης της ιστορίας, πίστεψαν πως ό,τι εξελίσσεται δεν είναι γνήσιο και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να δείξουν σημεία ταύτισης με τους αρχαίους. Αυτό όμως οδήγησε στην αντίληψη πως και η γλώσσα δεν θα έπρεπε να αλλάξει από την αρχαιότητα. Έπρεπε λοιπόν να ξαναγίνει η γλώσσα αρχαία, να «καθαριστεί» από ξένες επιδράσεις και από οποιεσδήποτε αλλαγές. Αυτό ακριβώς δηλώνει και ο όρος «καθαρεύουσα». Η «καθαρή» γλώσσα θα ήταν η απόδειξη προς τους ευρωπαίους για την «καθαρότητα» του ελληνικού έθνους.
Στα 1888 τοποθετείται το σημείο εκκίνησης για τη δημιουργία του δημοτικιστικού κινήματος. Σταθμός στην εξέλιξη του γλωσσικού ζητήματος και στη γενικότερη πνευματική ζωή του τόπου απετέλεσε το έργο του Ψυχάρη Το ταξίδι μου, το οποίο χαρακτηρίστηκε μανιφέστο του δημοτικισμού. Ο Ψυχάρης, καθηγητής της Γλωσσολογίας στη Σχολή των Ζωντανών Ανατολικών Γλωσσών στο Παρίσι, σε αυτό το έργο κηρύσσει την ανάγκη να στραφεί ο νέος ελληνισμός στη μόνη αληθινή γλωσσική πηγή του, τη λαϊκή γλώσσα και να εγκαταλείψει την καθαρεύουσα. Ο Ψυχάρης ήταν ο πρώτος μετά τον Σολωμό που κήρυσσε με τόση θέρμη αλλά και επιστημονικά επιχειρήματα την καθιέρωση της γλώσσας που μιλάει ο λαός. Ξεκινάει από την αρχή ότι η γλώσσα είναι υπόθεση όλων και όχι μόνο των γραμματισμένων. Σκοπός του γλωσσικού του προγράμματος είναι να προκόψει, να μεγαλώσει το έθνος. Γι’ αυτό πιστεύει ότι πρέπει να καθιερωθεί η δημοτική ως γραπτή γλώσσα του έθνους και να γραφεί με απόλυτη γραμματική ομοιομορφία. Για να πλουτιστεί το λεξιλόγιο της δημοτικής, θα δανειστεί λέξεις και από την αρχαία[3] και από την καθαρεύουσα, αλλά όλες θα προσαρμοστούν, και στη φωνητική μορφή και στην κλίση τους, στη γραμματική της δημοτικής. Έτσι ο Ψυχάρης έγραψε πλεροφορώ (αντί πληροφορώ), βνωμοσύνη (αντί ευγνωμοσύνη), αφιθέατρο (αντί αμφιθέατρο), συγραφιάδες (αντί συγγραφείς), ακροατάδες (αντί ακροατές), ύποφτος (αντί ύποπτος), διεύτυση (αντί διεύθυνση), μικροσκόπι (αντί μικροσκόπιο), βιβλιοπουλείο (αντί βιβλιοπωλείο), νεκροθαφείο (αντί νεκροταφείο) , τω γραμμάτωνε και των τεχνώνε (αντί των γραμμάτων και των τεχνών) κλπ.
Με τον Ψυχάρη οι ατομικές φωνές υπέρ της δημοτικής θα γίνουν συλλογικό κίνημα. Τονίζει επανειλημμένα την ανεπάρκεια της ατομικής φωνής, την ανάγκη συλλογικής δράσης και της συνθηματοποίησης των αιτημάτων. Γνωρίζει ότι το έργο του θα συναντήσει αντιδράσεις και σε ένα βαθμό η απολυτότητα των απόψεών του[4] οφείλεται στο ότι θέλει με το κήρυγμά του να ταράξει τα «λιμνάζοντα νερά» της πνευματικής ζωής του τόπου. («Όλοι μας ένα» γράφει στο Ταξίδι και αμέσως μετά, το γνωστό «θέλω δόξα και γροθιές»). Με αφορμή τη δημοσίευση αυτού του έργου του Ψυχάρη θα ξεκινήσει μια πολεμική, που θα φτάσει σε σημείο να εκφράσει μια γενικότερη κοινωνική σύγκρουση μεταξύ δύο διαφορετικών εθνικών ιδεολογιών, μεταξύ διαφορετικών αντιλήψεων για τη σχέση της γλώσσας με το έθνος. Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι η ταύτιση της καθαρεύουσας και της αρχαίας γλώσσας με το «υψηλό» ύφος, η αυτόματη υποτίμηση της φυσικής γλώσσας, καθώς και οι κατηγορίες εναντίον των δημοτικιστών που θεωρούνται «υπαίτιοι» για τη «διαφθορά της ελληνικής γλώσσας και παιδείας».[5] Κάθε φορά που το δημοτικιστικό κίνημα προσπάθησε να δείξει ότι η είσοδος της δημοτικής στην εκπαίδευση απηχεί μια γενικότερη προσπάθεια αλλαγής του κοινωνικοπολιτικού status quo, η απάντηση των υποστηρικτών της καθαρεύουσας ήταν η κινδυνολογία για την τύχη της ελληνικής και η προσπάθειά τους να επιβάλλουν έναν «ανώτερο» γλωσσικό κώδικα που θα «προστατεύσει» το έθνος και τη γλώσσα από την «φθορά» που το απειλεί. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και η Frangoudaki[6] «η χρήση της καθαρεύουσας συνειρμικά δήλωνε αποδοχή των ιεραρχιών, σεβασμό των παραδοσιακών αξιών, αντίσταση στην κοινωνική εξέλιξη και στήριξη της δεδομένης κοινωνικοπολιτικής τάξης». Το γλωσσικό κήρυγμα του Ψυχάρη αποτελεί ορόσημο για την πορεία του γλωσσικού μας ζητήματος, γιατί από τότε γίνεται συνείδηση πως μόνο με τη νεοελληνική γλώσσα είναι δυνατή η δημιουργία ενός νεοελληνικού πολιτισμού. Ο γλωσσικός αγώνας του Ψυχάρη είναι στην ουσία ένας αγώνας για την πατρίδα. (Γράφει χαρακτηριστικά: Οποιος με διαβάσει θα καταλάβει με τι σκοπό έγραψα το Ταξίδι μου. Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. Να πολεμά κανείς για την πατρίδα του ή για την εθνική του γλώσσα, ένας είναι ο αγώνας. Πάντα αμύνεται περί Πάτρης.) Η λογοτεχνία από την εποχή εκείνη και στο εξής θα γράφεται αποκλειστικά στη δημοτική γλώσσα και αρχίζουν οι πρώτες κινήσεις για την εισαγωγή της στην εκπαίδευση και στους άλλους τομείς της ζωής μας.
Ενδεικτική βιβλιογραφία σχετική με το γλωσσικό ζήτημα
Κορδάτου, Γ. Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος, 5η έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1943.
Λιάκου, Α., «Εξ Ελληνικής εις την ημών κοινήν γλώσσαν». Στο Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, (επιστημονική επιμέλεια Α. Φ. Χριστίδη), Ινστιτούτο Νεοελληνικών σπουδών, Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη, 2000, σ. 963 – 971.
Πετρούνια Ευ., Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική («Αντιπαραθετική») Ανάλυση. Μέρος Α΄: Θεωρία. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1984.
Σταυρίδη - Πατρικίου, Ρ. Γλώσσα, Εκπαίδευση και Πολιτική, Αθήνα, Ολκός, 1999.
Φραγκουδάκη, Α., Η γλώσσα και το έθνος. 1880 – 1980, Εκατό χρόνια αγώνες για την αυθεντική ελληνική γλώσσα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2001.
Χάρη, Γ. (επιμέλεια), Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα, Εκδόσεις Πατάκη, 2001.
Χριστίδη, Α. Φ., «Γλωσσικές μυθολογίες: Η περίπτωση της Ελληνικής». Στο Η ελληνική γλώσσα στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, Αθήνα, Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, 1996, σ. 163 – 174,
Alexiou, M., "Diglossia in Greece". Στο Ηaas, W. (ed.), Standard languages, spoken and written, Mour Follick series 5, Manchester University Press, 1985, σ. 156 – 192.
Ferguson, C. A. “Diglossia”, Word 15, 1959, σ. 325 – 340.
Frangoudaki, A., “Diglossia and the present language situation in Greece: A sociological approach to the interpretation of diglossia and some hypotheses on today’s linguistic reality”. Language in Society 21, 1992, σ. 365 – 381.
--------------------------------------------------------------------------------
[1] Βλ. Ferguson, C. A., “Diglossia”, Word 15, 1959, σ. 325 – 340.
[2] Η διγλωσσική κατάσταση που προήλθε από τον αττικισμό ξεπεράστηκε τον 16ο και 17ο αιώνα στην Κύπρο, στη Ρόδο και προπάντων στην Κρήτη και τα Επτάνησα, που μετείχαν στον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
[3]Ο Ψυχάρης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Πρέπει να σπουδάξουμε καλύτερα την αρχαία για να καταλάβουμε την ιστορική αξία της δημοτικής».
[4] Κάποιοι υπέρμαχοι της δημοτικής βρίσκουν στο κήρυγμά του αρκετές «υπερβολές» και «ακρότητες», όμως αν αναλογιστεί κανείς ότι εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν οι ακραίες αρχαϊστικές απόψεις, καθώς και το κέρδος που καρπώθηκε στο μεταξύ η δημοτική μετριάζοντας αυτές ακριβώς τις «υπερβολές», δεν μπορεί να του αρνηθεί τον τίτλο του γενάρχη της δημοτικιστικής ιδέας.
[5]Πβ. Φραγκουδάκη, Α., Η γλώσσα και το έθνος. 1880-1980, Εκατό χρόνια αγώνες για την αυθεντική ελληνική γλώσσα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2001, σ. 34.
[6] Πβ. Frangoudaki, A., “Diglossia and the present language situation in Greece: A sociological approach to the interpretation of diglossia and some hypotheses on today’s linguistic reality”. Language in Society 21, 1992, σ. 369.