[Παρατήρηση:
Όσα σημειώνονται παρακάτω δεν αποτελούν άρθρο παρά μόνο σκόρπιες σκέψεις που προέκυψαν ως αυτόματη αντίδραση στην ανάγνωση του συγκεκριμένου άρθρου (και ασφαλώς όχι στον συντάκτη του).]
Παρά το γεγονός ότι η ώρα είναι εξαιρετικά προχωρημένη (βλέπετε η μπεμπούλα μου δεν μου αφήνει περιθώρια για εργασία με φυσιολογικό ωράριο), δεν μπορώ να κοιμηθώ και να αφήσω ασχολίαστο το άρθρο "Εξ Αφορμής". Έχω απορίες και προβληματισμούς -κάθε συνδρομή ευπρόσδεκτη.
Πολύ συνοπτικά:
α. Γιατί δεν διευκρινίζει ρητά ο συντάκτης του άρθρου αν τελικά θεωρεί την αρχαία γλώσσα ξένη ή όχι με τη νέα ελληνική, αφού διαφαίνεται ότι αυτή είναι μάλλον η άποψή του; Είναι ντροπή να διατυπώσει μια γνώμη, αν πράγματι την πιστεύει; Γιατί χαρακτηρίζει την αρχαία "εθνικό θησαυρό και μάλιστα αδαπάνητο και αναπαλλοτρίωτο"; (Καλά, η οικονομική κρίση μας έχει επηρεάσει γενικώς φαίνεται, διότι διαφορετικά αυτοί οι όροι παραμένουν αόριστοι και ανεξιχνίαστοι σε σχέση με τη γλώσσα και τη γλωσσική μας παράδοση). Γιατί παίζει με την κυριολεκτική και τη μεταφορική χρήση του όρου "ξένος" αποφεύγοντας να διατυπώσει εντέλει τη δική του άποψη; Δεν τολμά να χαρακτηρίσει την αρχαία ελληνική "ξένη χώρα", υποστηρίζει ότι "δεν λέει ότι ανήκει στους ξένους" (με την παρατήρηση όμως: "οι γλώσσες στους ομιλητές τους ανήκουν τελικά"), περιορίζεται στον χαρακτηρισμό "ξένη από την άποψη του πόσο οικεία (δε) μας είναι" (άρα ξένη επειδή μας είναι δύσκολη;), καταλήγει σε μια γενικόλογη άποψη απροσδιορίστου χροιάς "και όπως πάντοτε, από την ξένη χώρα που λέγεται παρελθόν παίρνουμε βεβαίως ό,τι χρειαζόμαστε αλλά και μόνον ό,τι είμαστε σε θέση να πάρουμε" (όπου το "από την ξένη χώρα που λέγεται παρελθόν" μπορεί να αντικατασταθεί άνετα με την έκφραση "από παντού").
β. Ως προς τους παράγοντες που καθιστούν τα αρχαία ελληνικά ανοίκεια στους νέους: Γίνεται λόγος καταρχάς για γλώσσα "απροσπέλαστη γραμματικά" και λεξιλόγιο "σπάνια αναγνωρίσιμο χωρίς λεξικό". Αν όμως ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι σώζεται ένα περιορισμένο μόνο και σε μεγάλο βαθμό δύσκολο τμήμα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, οι παράμετροι αυτοί δεν αποτελούν κριτήριο συγγένειας ή μη δύο γλωσσών. Μπορούν να καταδείξουν ενδεχομένως ότι δεν έχουμε διδαχθεί διόλου ή ότι έχουμε διδαχθεί ανεπαρκώς τα αρχαία ελληνικά (άλλωστε το ζήτημα της διδακτικής των αρχαίων ελληνικών δεν φαίνεται να έχει κλείσει ακόμη, το αντίθετο μάλιστα). Μήπως δεν υπάρχουν νεοελληνικά κείμενα απροσπέλαστα γραμματικά και με λεξιλόγιο "σπάνια αναγνωρίσιμο χωρίς λεξικό"; Μήπως από την άλλη μπορούν ενδεχομένως Άγγλοι κλασικιστές που έχουν μάθει πολύ καλά τα αρχαία ελληνικά να ισχυριστούν ότι μετατράπηκαν σε "Greeks" (με την έννοια του Αρχαίου Έλληνα);
Άλλωστε η γενικότερη εξέλιξη της γλώσσας (όπως επέμενε να τονίζει ο αείμνηστος Τ. Χριστίδης) συνάδει με την απλοποίησή της, λογικό δεν είναι;
Ως προς την "ακατάληπτη στην προφορική της φωνή (γλώσσα) αλλά κι εντελώς ξενόφωνη", με την "κάπως σουηδόφωνη προσωδία", που "θα μας έκανε να αναρωτιόμαστε μήπως η χρονομηχανή δεν μας ταξίδεψε μόνο στον χρόνο αλλά και στον χώρο": εκφράζεται μεγάλη βεβαιότητα για το ζήτημα της ερασμιακής προφοράς των αρχαίων ελληνικών, ενώ δεν μπορούν πλέον να παρουσιαστούν σχετικά ερείσματα με τη βαρύτητα των αποδείξεων (τα καημένα τα πρόβατα...) και η ουσιαστική και σχολαστική ενασχόληση των Δυτικών πριν από τους Νεοέλληνες δημιουργεί επιπλέον προβληματισμό για τον χαρακτήρα της "ξενόφωνης" αρχαίας ελληνικής.
Απορία προκαλεί εξάλλου και η πρόκριση της αναπόδεικτης προφοράς σε σχέση με τη σωζόμενη γραφή με έκδηλη την αντίφαση στο σημείο όπου διατυπώνεται η παραδοχή: "και ποιος ξέρει τι άλλο, που χάθηκε ύστερα από 24 αιώνες σιωπής και μόνο γραπτής επιβίωσης της Αρχαίας."
Παρόλα αυτά γίνεται λόγος για "σχετική αναγνωρισιμότητα" της αρχαίας βάσει του τρόπου γραφής και διατυπώνεται η άποψη ότι "η νέα ελληνική και η αρχαία ελληνική μοιάζουν και μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως δύο στάδια μιας αδιάσπαστης συνέχειας μόνο χάρη στη φιλολογική, στη γλωσική και (τον τελευταίο ενάμιση αιώνα) στη γλωσσολογική ανάλυση". Τι συμβαίνει όμως με το αλφάβητο και τους χαρακτήρες; Διότι χρησιμοποιείται ως βάση το φοινικικό αλφάβητο, για να διακριθούν φωνήεντα και να διαμορφωθεί το ελληνικό αλφάβητο και από αυτό στη συνέχεια το λατινικό. Γιατί λοιπόν χρήζει ιδιαίτερης επεξεργασίας σε επίπεδο φιλολογικό / γλωσσικό / γλωσσολογικό το ελληνικό αλφάβητο, για να διαφανεί η σύνδεσή του με τη γλώσσα;
γ. Αδιευκρίνιστος παραμένει και ο στόχος της παρενθετικής αναφοράς στην καθαρεύουσα (ποια η σχέση της τεχνητής καθαρεύουσας με τα αρχαία ελληνικά;) με εξαιρετικά αθωωτικούς όρους περί "πανελλήνιου διδακτικού πειράματος γλωσσικής αναβίωσης" που κατέληξε "τροφοδότης λογαριασμός [και πάλι η εμμονή με τους όρους της οικονομικής κρίσης, να και η δανειοδότηση] της σύγχρονης γλώσσας με λεξιλογικό πλούτο -αλλά και με πολλή επιπόλαια [μήπως πολύ επιπόλαια;] ή και επίπλαστη λογιοσύνη: τις ελληνικούρες" (και με την ανεξιχνίαστη παρατήρηση "δεν νομίζω πως θα μπορούσε να είχε γίνει κι αλλιώς"). Όσοι έχουν ασχοληθεί με το γλωσσικό ζήτημα είναι σε θέση να υποστηρίξουν, νομίζω, ότι "αν η καθαρεύουσα επικρατούσε", το λιγότερο που θα μας απασχολούσε θα ήταν η σύγχυση του "ημάς σε υμάς"... Θα είχαμε άλλα δυσεπίλυτα προβλήματα πολύ πιο σημαντικά.
δ. Μια τελευταία λεπτομέρεια: χρειάζεται να προστεθεί στο άρθρο μια συγκεκριμένη παραπομπή για την άποψη της Μ. Κακριδή-Φερράρι, γιατί έτσι όπως διατυπώνεται εγείρει πολλά ερωτηματικά.