Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Αρχαία Β' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων VI

ΣΩ. Αλλά εσύ ισχυρίζεσαι όμως, Μέλητε, ότι ασχολούμενος με τέτοια καταστρέφω τους νέους; Αν και γνωρίζουμε βέβαια ποιοι είναι οι τρόποι διαφθοράς των νέων˙ κι εσύ πες μου εάν γνωρίζεις κάποιον που να έγινε από εμένα είτε ανόσιος από ευσεβής είτε αλαζονικός από συνετός.

ΜΕΛ. Αλλά ναι, μα τον Δία, γνωρίζω εκείνους τους οποίους εσύ τους έχεις πείσει να υπακούν σε σένα περισσότερο παρά στους γονείς τους.

ΣΩ. Το παραδέχομαι, όσον αφορά τουλάχιστον στην παιδεία˙ γιατί γνωρίζουν ότι γι’ αυτό νοιάζομαι εγώ. Και για την υγεία οι άνθρωποι υπακούν περισσότερο στους γιατρούς παρά στους γονείς τους˙ και στις συνελεύσεις του λαού βέβαια όλοι οι Αθηναίοι υπακούν περισσότερο σε αυτούς που μιλούν πολύ συνετά παρά στους συγγενείς τους. Γιατί λοιπόν δεν εκλέγετε κιόλας στρατηγούς αυτούς που θεωρείτε ότι είναι πολύ μυαλωμένοι σχετικά με τα ζητήματα του πολέμου; Λοιπόν σου φαίνεται ότι κι αυτό είναι άξιον απορίας, δηλαδή να αντιμετωπίζω από εσένα εξαιτίας αυτού του γεγονότος κατηγορία που τιμωρείται με θάνατο, επειδή θεωρούμαι από κάποιους ότι είμαι πολύ ικανός στο πιο σημαντικό αγαθό για τους ανθρώπους, δηλαδή στην παιδεία;

Αρχαία Β' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων IV

Και πιστεύεται όμορφος στους Σεληνίτες, αν κάποιος είναι ίσως φαλακρός. Και όμως αφήνουν κιόλας γένια λίγο πιο πάνω από τα γόνατα. Και δεν έχουν νύχια στα πόδια τους, αλλά όλοι είναι μονοδάκτυλοι. Και όταν κοπιάζουν ή γυμνάζονται, ιδρώνουν σε όλο τους το σώμα με γάλα, ώστε πήζουν ακόμη και τυριά από αυτό. Κι έχουν τα μάτια τους πρόσθετα και πολλοί, αν χάσουν τα δικά τους, βλέπουν χρησιμοποιώντας αυτά που παίρνουν από τους άλλους. Και κάποιοι έχουν πολλά μάτια αποθηκευμένα, οι πλούσιοι. Και βρίσκεται ένα πολύ μεγάλο κάτοπτρο (= καθρέφτης) πάνω από ένα πηγάδι όχι πολύ βαθύ. Εάν λοιπόν κατέβει κάποιος βέβαια στο πηγάδι, ακούει όλα όσα λέγονται στη γη, ενώ, εάν κοιτάξει στο κάτοπτρο, βλέπει όλες τις πόλεις και όλα τα έθνη. Τότε παρατήρησα κι εγώ τους συγγενείς μου και όλη την πατρίδα μου, εάν όμως κι εκείνοι με έβλεπαν, δεν μπορώ να πω πλέον. Κι όποιος δεν πιστεύει ότι είναι έτσι αυτά, αν κάποτε φτάσει και ο ίδιος προς τα εκεί, θα μάθει ότι κατά τη γνώμη μου λέω την αλήθεια.

Αρχαία Β' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων ΙΙ

Αλλά όταν ο στόλος των εχθρών πλησιάζοντας στην Αττική από την πλευρά του Φαλήρου κάλυψε τις γύρω παραλίες, οι Πελοποννήσιοι φοβισμένοι σκέφτονταν να αποπλεύσουν για τον Ισθμό της Κορίνθου. Τότε λοιπόν ο Θεμιστοκλής άρχισε να σκέφτεται και να καταστρώνει την υπόθεση γύρω από τον Σίκιννο. Κι ήταν ο Σίκιννος στην καταγωγή Πέρσης αιχμάλωτος, ευμενής απέναντι στον Θεμιστοκλή και παιδαγωγός των γιων του. Αυτόν τον αποστέλλει στον Ξέρξη κρυφά, ζητώντας του να του πει ότι ο Θεμιστοκλής ο στρατηγός των Αθηναίων παίρνοντας το μέρος του βασιλιά τού ανακοινώνει πρώτος ότι οι Έλληνες προσπαθούν να δραπετεύσουν και τον συμβουλεύει να επιτεθεί, ενώ βρίσκονται σε σύγχυση χωρίς το πεζικό, και να εξοντώσει τη ναυτική δύναμή τους. Κι επειδή ο Ξέρξης τα δέχτηκε αυτά πιστεύοντας ότι είχαν λεχθεί με φιλική διάθεση, ευχαριστήθηκε και αμέσως έδωσε διαταγή στους καπετάνιους των πλοίων, αφού αποπλεύσουν με διακόσια πλοία, να περικυκλώσουν κιόλας τα νησιά, για να μην ξεφύγει κανείς από τους εχθρούς.

Αρχαία Α' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων XIX

Η ειλικρίνεια ανταμείβεται

Καθώς κάποιος έκοβε ξύλα στην όχθη ενός ποταμού, έριξε μέσα το τσεκούρι του. Και, επειδή το ρεύμα το παρέσυρε, αυτός θρηνούσε, μέχρι που ο Ερμής τον λυπήθηκε και ήρθε κοντά του. Και, αφού έμαθε από αυτόν την αιτία, για την οποία έκλαιγε, την πρώτη φορά βούτηξε στο ποτάμι και του έφερε επάνω ένα χρυσό τσεκούρι και ζητούσε να μάθει αν αυτό το τσεκούρι ήταν δικό του. Κι όταν εκείνος είπε ότι δεν ήταν αυτό (το τσεκούρι του), του έφερε επάνω ένα ασημένιο και τον ρωτούσε αν έριξε αυτό. Κι όταν εκείνος αρνήθηκε κι αυτόν, την τρίτη φορά του έφερε το δικό του τσεκούρι. Κι όταν αυτός το αναγνώρισε, ο Ερμής παραδέχτηκε τη δικαιοσύνη του (ξυλοκόπου) και γι’ αυτό του χάρισε όλα τα τσεκούρια. Και αυτός πήγε στους συντρόφους του και τους διηγήθηκε αυτά που είχαν συμβεί. Και κάποιος από αυτούς πήρε μαζί του ένα τσεκούρι και κατευθύνθηκε στον ίδιο ποταμό και, καθώς έκοβε ξύλα, άφησε το τσεκούρι επίτηδες στο ρεύμα και καθόταν κι έκλαιγε. Κι όταν παρουσιάστηκε ο Ερμής και ζητούσε να μάθει τι είχε συμβεί, διηγούνταν την απώλεια του τσεκουριού του. Κι όταν του έφερε (ενν. ο Ερμής) ένα χρυσό (ενν. τσεκούρι) και τον ρωτούσε αν έχασε αυτό, (ενν. ο ξυλοκόπος) επειδή φλεγόταν από την επιθυμία του κέρδους ισχυριζόταν ότι αυτό είναι (ενν. το τσεκούρι του). Και ο θεός δεν του το χάρισε αλλά ούτε και το δικό του τσεκούρι του επέστρεψε.

Αρχαία Α' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων XIV

Ένα άδικο παράπονο

Ένα λιοντάρι κατηγορούσε τον Προμηθέα συχνά ότι το έπλασε μεγάλο και όμορφο και πιο
δυνατό από τα λοιπά θηρία –«κι ενώ είμαι τέτοιος», ισχυριζόταν, «φοβάμαι τον πετεινό.» Και ο Προμηθέας του είπε: «Γιατί με κατηγορείς μάταια; Γιατί τα δικά μου τα αγαθά όλα τα διαθέτεις, όσα μπορούσα να δημιουργήσω˙ η ψυχή σου όμως στο ζήτημα αυτό μόνο είναι αδύναμη.» Θρηνούσε λοιπόν τον εαυτό του το λιοντάρι και κατηγορούσε τον εαυτό του για τη δειλία του και τελικά ήθελε να πεθάνει. Και ενώ είχε αυτή την άποψη, συναντά έναν ελέφαντα και βλέποντας ότι αυτός κουνά συνεχώς τα αυτιά του, του είπε: «Τι έπαθες; Και γιατί δεν μπορεί ούτε για λίγο να μείνει ακίνητο το αυτί σου;» Και ο ελέφαντας, καθώς ένα κουνούπι πέταξε τυχαία γύρω του, είπε: «Βλέπεις αυτό το μικρό, που βουΐζει; Αν μπει στο αυτί μου, πέθανα.» Και το λιοντάρι είπε: «Γιατί λοιπόν χρειάζεται πλέον να πεθάνω, αφού είμαι τόσο μεγάλος και πιο τυχερός από τον ελέφαντα όσο ισχυρότερος είναι ο πετεινός από το κουνούπι;»

Αρχαία Α' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων IX

Ανυπέρβλητα πρότυπα

Βλέποντάς σε, Νικοκλή, να τιμάς τον τάφο του πατέρα σου όχι μόνο με το πλήθος και την ομορφιά των προσφορών αλλά και με χορούς και μουσική και με γυμνικούς αγώνες, θεώρησα ότι ο Ευαγόρας, αν υπάρχει κάποια αντίληψη στους νεκρούς για όσα γίνονται / συμβαίνουν εδώ, χαίρεται βλέποντας την φροντίδα για το πρόσωπό του και τη μεγαλοπρέπεια των τιμών σου γι’ αυτόν. Και πολύ ακόμη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη μπορεί να έχει, αν κάποιος μπορέσει να μιλήσει επάξια για τις ασχολίες του και τους κινδύνους που πέρασε. Γιατί θα βρούμε / ανακαλύψουμε ότι οι φιλόδοξοι και γενναίοι άντρες κάνουν τα πάντα για αφήσουν αθάνατη τη μνήμη γύρω από το όνομά τους. Και ποιος μπορεί να μη χάσει το κέφι του, όταν βλέπει να υμνούνται αυτοί που ασχολήθηκαν με τον Τρωικό Πόλεμο, ενώ γνωρίζει εκ των προτέρων για τον εαυτό του ότι, ακόμη κι αν ξεπεράσει τη γενναιότητα εκείνων, δεν θα αξιωθεί ποτέ ανάλογους επαίνους; Και αιτία αυτών των πραγμάτων είναι ο φθόνος / η ζήλεια˙ γιατί τόσο δύσκολοι γεννήθηκαν κάποιοι, ώστε με μεγαλύτερη απόλαυση να ακούνε να επαινούνται αυτοί για τους οποίους δεν γνωρίζουν αν υπήρξαν παρά αυτοί από τους οποίους συμβαίνει να έχουν ευεργετηθεί.

Αρχαία Α' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων VI

Η ομορφιά δεν είναι το παν

Ἐνα ελάφι μεγάλο φτάνει το καλοκαίρι διψασμένο σε κάποια πηγή καθαρή και βαθιά και, αφού ήπιε όσο ήθελε, παρατηρούσε τη μορφή του σώματός του. Και προπάντων επαινούσε από τη μια τη φύση των κεράτων του με τη γνώμη ότι αποτελούν στολίδι για το σώμα του. Κατηγορούσε από την άλλη τα λεπτά του πόδια με τη γνώμη ότι δεν είναι ικανά να μεταφέρουν όλο το βάρος του. Ενώ όμως ασχολούνταν με αυτά, ξαφνικά ακούγεται κοντά γάβγισμα σκύλων και κυνηγοί. Και εκείνο (ενν. το ελάφι) ορμούσε να ξεφύγει και, όσο έτρεχε μέσα από την πεδιάδα, σωζόταν από την ταχύτητα των ποδιών του. Μόλις όμως έπεσε σε πυκνό δάσος, μπλέχτηκαν τα κέρατά του και γι’ αυτό πιάστηκε, μαθαίνοντας εξ ιδίας πείρας ότι ήταν άδικος κριτής λοιπόν των δικών του χαρακτηριστικών, αφού κατηγορούσε αυτά που τον έσωζαν και επαινούσε αυτά που τον πρόδωσαν.

Αρχαία Α' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων ΙV

Ένα ταξίδι επιστημονικής φαντασίας


Πλέουμε περίπου τριακόσια στάδια και αγκυροβολούμε σε ένα νησί μικρό και έρημο. Και αφού έμειναν πέντε ημέρες στο νησί, την έκτη ξεκινάμε και την όγδοη βλέπουμε ανθρώπους πολλούς να τρέχουν εδώ κι εκεί πάνω στο πέλαγος, οι οποίοι έμοιαζαν με εμάς σε όλα ανεξαιρέτως και στο σώμα και στις διαστάσεις, εκτός μόνο από τα πόδια˙ γιατί αυτά τα έχουν κατασκευασμένα από φελλό και γι’ αυτό λοιπόν, νομίζω, ονομάζονται κιόλας Φελλόποδες. Απορούμε λοιπόν βλέποντας ότι αυτοί δεν βυθίζονταν, αλλά πατούσαν επάνω στα κύματα και περπατούσαν χωρίς φόβο. Κι εκείνοι μας πλησιάζουν και μας χαιρετούν στην ελληνική γλώσσα και μας λένε ότι βιάζονται να πάνε στην πατρίδα τους τη Φελλώ. Μέχρι λοιπόν κάποιο σημείο περπατούν μαζί μας τρέχοντας δίπλα μας, έπειτα όμως βγαίνουν από την πορεία μας και απομακρύνονται ευχόμενοι σε εμάς «καλό ταξίδι».

Αρχαία Α' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων ΙΙΙ

Επαγγέλματα αρχαίων Αθηναίων


Οι Αθηναίοι, όπως και αυτοί που κατοικούν άλλες πόλεις, ασχολούνται με πολλά επαγγέλματα στη ζωή τους, για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα: ο Ναυσικύδης όντας ιδιοκτήτης πλοίου φρόντιζε για την τροφή τη δική του και των συγγενών του, και το ίδιο έκαναν ο Ξένων ο έμπορος και ο Ξενοκλής ο μικροπωλητής. Ο Πολύζηλος συντηρούσε με την Παρασκευή κριθάλευρου τον εαυτό του και τους δούλους του, και ακόμη πολλές φορές έκανε δωρεές στην πόλη. Ο Γλαύκων από τον Χολαργό ασχολούνταν με τη γεωργία και είχε βόδια, ενώ ο Δημέας εξασφάλιζε την τροφή του / συντηρούνταν από την κατασκευή χλαμύδων, και οι περισσότεροι Μεγαρείς (ενν. από τους Μεγαρείς) από την κατασκευή εξωμίδων (δηλ. ενδυμάτων που είχαν ακάλυπτους τους ώμους, έξωμων). Και πολλοί (ενν. όχι λίγοι) πολίτες (ενν. από τους πολίτες) μάθαιναν κάποια τέχνη, όπως για παράδειγμα αυτή των μαρμαράδων, των τεχνιτών του πηλού, των οικοδόμων, των τσαγκάρηδων και εξασφαλίζουν με τη δουλειά τους πάρα πολλά απαραίτητα για τη ζωή τους.

Αρχαία Α' Γυμνασίου: μεταφράσεις κειμένων ΙΙ

Η εκπαίδευση των παιδιών στην αρχαία Αθήνα


Στην Αθήνα διδάσκουν τα παιδιά επιμελώς και τα συμβουλεύουν. Πρώτα βέβαια και η παραμάνα και η μητέρα και ο δούλος που τα συνοδεύει στο σχολείο και ο ίδιος ο πατέρας φροντίζουν να βελτιωθεί όσο γίνεται περισσότερο το παιδί εξηγώντας του διεξοδικά / αναλυτικά (ή: διδάσκοντάς) ότι αυτό είναι δίκαιο και το άλλο άδικο και ότι αυτό είναι καλό, ενώ το άλλο προκαλεί ντροπή. Και στη συνέχεια / έπειτα, όταν φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία τα παιδιά, οι γονείς τα στέλνουν στους δασκάλους, όπου οι γραμματιστές από τη μια φροντίζουν να μάθουν (ενν. τα παιδιά) γράμματα και να καταλαβαίνουν αυτά που είναι γραμμένα, ενώ οι κιθαριστές (ή: οι δάσκαλοι της μουσικής) προσπαθούν να κάνουν / να καταστήσουν (ενν. τα παιδιά) λιγότερο άγρια με το να παίζουν μουσικά όργανα και εξοικειώνουν την ψυχή των παιδιών στον ρυθμό και την αρμονία. Ακόμη τα παιδιά συχνάζουν στα γυμναστήρια και τις παλαίστρες, όπου οι γυμναστές βελτιώνουν τη φυσική τους κατάσταση, για να μην αναγκάζονται (ενν. τα παιδιά) να συμπεριφέρονται με δειλία εξαιτίας της άσχημης σωματικής τους κατάστασης.

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Προβληματισμοί σχετικά με άρθρο Παναγιωτίδη στην εφ. Καθημερινή 26/3/2011

[Παρατήρηση:
Όσα σημειώνονται παρακάτω δεν αποτελούν άρθρο παρά μόνο σκόρπιες σκέψεις που προέκυψαν ως αυτόματη αντίδραση στην ανάγνωση του συγκεκριμένου άρθρου (και ασφαλώς όχι στον συντάκτη του).]

   Παρά το γεγονός ότι η ώρα είναι εξαιρετικά προχωρημένη (βλέπετε η μπεμπούλα μου δεν μου αφήνει περιθώρια για εργασία με φυσιολογικό ωράριο), δεν μπορώ να κοιμηθώ και να αφήσω ασχολίαστο το άρθρο "Εξ Αφορμής". Έχω απορίες και προβληματισμούς -κάθε συνδρομή ευπρόσδεκτη.
Πολύ συνοπτικά:
α. Γιατί δεν διευκρινίζει ρητά ο συντάκτης του άρθρου αν τελικά θεωρεί την αρχαία γλώσσα ξένη ή όχι με τη νέα ελληνική, αφού διαφαίνεται ότι αυτή είναι μάλλον η άποψή του; Είναι ντροπή να διατυπώσει μια γνώμη, αν πράγματι την πιστεύει; Γιατί χαρακτηρίζει την αρχαία "εθνικό θησαυρό και μάλιστα αδαπάνητο και αναπαλλοτρίωτο"; (Καλά, η οικονομική κρίση μας έχει επηρεάσει γενικώς φαίνεται, διότι διαφορετικά αυτοί οι όροι παραμένουν αόριστοι και ανεξιχνίαστοι σε σχέση με τη γλώσσα και τη γλωσσική μας παράδοση). Γιατί παίζει με την κυριολεκτική και τη μεταφορική χρήση του όρου "ξένος" αποφεύγοντας να διατυπώσει εντέλει τη δική του άποψη; Δεν τολμά να χαρακτηρίσει την αρχαία ελληνική "ξένη χώρα", υποστηρίζει ότι "δεν λέει ότι ανήκει στους ξένους" (με την παρατήρηση όμως: "οι γλώσσες στους ομιλητές τους ανήκουν τελικά"), περιορίζεται στον χαρακτηρισμό "ξένη από την άποψη του πόσο οικεία (δε) μας είναι" (άρα ξένη επειδή μας είναι δύσκολη;), καταλήγει σε μια γενικόλογη άποψη απροσδιορίστου χροιάς "και όπως πάντοτε, από την ξένη χώρα που λέγεται παρελθόν παίρνουμε βεβαίως ό,τι χρειαζόμαστε αλλά και μόνον ό,τι είμαστε σε θέση να πάρουμε" (όπου το "από την ξένη χώρα που λέγεται παρελθόν" μπορεί να αντικατασταθεί άνετα με την έκφραση "από παντού").
β. Ως προς τους παράγοντες που καθιστούν τα αρχαία ελληνικά ανοίκεια στους νέους: Γίνεται λόγος καταρχάς για γλώσσα "απροσπέλαστη γραμματικά" και λεξιλόγιο "σπάνια αναγνωρίσιμο χωρίς  λεξικό". Αν όμως ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι σώζεται ένα περιορισμένο μόνο  και σε μεγάλο βαθμό δύσκολο τμήμα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, οι παράμετροι αυτοί δεν αποτελούν κριτήριο συγγένειας ή μη δύο γλωσσών. Μπορούν να καταδείξουν ενδεχομένως ότι δεν έχουμε διδαχθεί διόλου ή ότι έχουμε διδαχθεί ανεπαρκώς τα αρχαία ελληνικά (άλλωστε το ζήτημα της διδακτικής των αρχαίων ελληνικών δεν φαίνεται να έχει κλείσει ακόμη, το αντίθετο μάλιστα). Μήπως δεν υπάρχουν νεοελληνικά κείμενα απροσπέλαστα γραμματικά και με λεξιλόγιο "σπάνια αναγνωρίσιμο χωρίς λεξικό"; Μήπως από την άλλη μπορούν ενδεχομένως Άγγλοι κλασικιστές που έχουν μάθει πολύ καλά τα αρχαία ελληνικά να ισχυριστούν ότι μετατράπηκαν σε "Greeks" (με την έννοια του Αρχαίου Έλληνα);
Άλλωστε η γενικότερη εξέλιξη της γλώσσας (όπως επέμενε να τονίζει ο αείμνηστος Τ. Χριστίδης) συνάδει με την απλοποίησή της, λογικό δεν είναι;
Ως προς την "ακατάληπτη στην προφορική της φωνή (γλώσσα) αλλά κι εντελώς ξενόφωνη", με την "κάπως σουηδόφωνη προσωδία", που "θα μας έκανε να αναρωτιόμαστε μήπως η χρονομηχανή δεν μας ταξίδεψε μόνο στον χρόνο αλλά και στον χώρο": εκφράζεται μεγάλη βεβαιότητα για το ζήτημα της ερασμιακής προφοράς των αρχαίων ελληνικών, ενώ δεν μπορούν πλέον να παρουσιαστούν σχετικά ερείσματα με τη βαρύτητα των αποδείξεων (τα καημένα τα πρόβατα...) και η ουσιαστική και σχολαστική ενασχόληση των Δυτικών πριν από τους Νεοέλληνες δημιουργεί επιπλέον προβληματισμό για τον χαρακτήρα της "ξενόφωνης" αρχαίας ελληνικής.
Απορία προκαλεί εξάλλου και η πρόκριση της αναπόδεικτης προφοράς σε σχέση με τη σωζόμενη γραφή με έκδηλη την αντίφαση στο σημείο όπου διατυπώνεται η παραδοχή: "και ποιος ξέρει τι άλλο, που χάθηκε ύστερα από 24 αιώνες σιωπής και μόνο γραπτής επιβίωσης της Αρχαίας."
Παρόλα αυτά γίνεται λόγος για "σχετική αναγνωρισιμότητα" της αρχαίας βάσει του  τρόπου γραφής και διατυπώνεται η άποψη ότι "η νέα ελληνική και η αρχαία ελληνική μοιάζουν και μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως δύο στάδια μιας αδιάσπαστης συνέχειας μόνο χάρη στη φιλολογική, στη γλωσική και (τον τελευταίο ενάμιση αιώνα) στη γλωσσολογική ανάλυση". Τι συμβαίνει όμως με το αλφάβητο και τους χαρακτήρες; Διότι χρησιμοποιείται ως βάση το φοινικικό αλφάβητο, για να διακριθούν φωνήεντα και να διαμορφωθεί το ελληνικό αλφάβητο και από αυτό στη συνέχεια το λατινικό. Γιατί λοιπόν χρήζει ιδιαίτερης επεξεργασίας σε επίπεδο φιλολογικό / γλωσσικό / γλωσσολογικό το ελληνικό αλφάβητο, για να διαφανεί η σύνδεσή του με τη γλώσσα;
γ. Αδιευκρίνιστος παραμένει και ο στόχος της παρενθετικής αναφοράς στην καθαρεύουσα (ποια η σχέση της τεχνητής καθαρεύουσας με τα αρχαία ελληνικά;) με εξαιρετικά αθωωτικούς όρους περί "πανελλήνιου διδακτικού πειράματος γλωσσικής αναβίωσης" που κατέληξε "τροφοδότης λογαριασμός [και πάλι η εμμονή με τους όρους της οικονομικής κρίσης, να και η δανειοδότηση] της σύγχρονης γλώσσας με λεξιλογικό πλούτο -αλλά και με πολλή επιπόλαια [μήπως πολύ επιπόλαια;] ή και επίπλαστη λογιοσύνη: τις ελληνικούρες" (και με την ανεξιχνίαστη παρατήρηση "δεν νομίζω πως θα μπορούσε να είχε γίνει κι αλλιώς"). Όσοι έχουν ασχοληθεί με το γλωσσικό ζήτημα είναι σε θέση να υποστηρίξουν, νομίζω, ότι "αν η καθαρεύουσα επικρατούσε", το λιγότερο που θα μας απασχολούσε θα ήταν η σύγχυση του "ημάς σε υμάς"... Θα είχαμε άλλα δυσεπίλυτα προβλήματα πολύ πιο σημαντικά. 
δ. Μια τελευταία λεπτομέρεια: χρειάζεται να προστεθεί στο άρθρο μια συγκεκριμένη παραπομπή για την άποψη της Μ. Κακριδή-Φερράρι, γιατί έτσι όπως διατυπώνεται εγείρει πολλά ερωτηματικά.